Αχανής μοναξιά - page 8

12
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
σε παρακαλώ μην επιμένεις. Άκου…» Ο πατέρας απάντησε ορ-
γισμένος: « Άσε με ήσυχο, που να πάρει ο διάολος.»
Πάλι τα ίδια. Τσακώνονταν. Φώναζαν.
Σύντομα θα ακούγονταν και κλάματα.
Η κακοκαιρία έφερνε πάντα στην επιφάνεια τα σκοτάδια
του πατέρα της.
Η Λένι έριξε μια ματιά στο ρολόι δίπλα στο κρεβάτι της. Αν
δεν έφευγε αμέσως, θα έφτανε στο σχολείο αργοπορημένη και,
ακόμα χειρότερο από το να είσαι καινούρια στο γυμνάσιο, ή-
ταν να τραβάς την προσοχή των άλλων. Αυτό το είχε μάθει με
δυσάρεστο τρόπο· τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια είχε αλλά-
ξει πέντε σχολεία. Σε κανένα δεν είχε καταφέρει να προσαρμο-
στεί, αλλά παρέμενε επίμονα αισιόδοξη. Πήρε μια βαθιά ανάσα,
τεντώθηκε και σηκώθηκε από το μονό κρεβάτι. Διέσχισε προ-
σεχτικά το γυμνό δωμάτιό της, προχώρησε στον διάδρομο και
κοντοστάθηκε στην πόρτα της κουζίνας.
«Να πάρει η ευχή, Κόρα», είπε ο πατέρας της. «Ξέρεις πόσο
δύσκολο μου είναι.»
Η μητέρα της έκανε ένα βήμα προς τον πατέρα, άπλωσε το
χέρι για να τον αγγίξει. «Χρειάζεσαι βοήθεια, μωρό μου. Δεν
φταις εσύ. Οι εφιάλτες…»
Η Λένι ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή τους. «Κα-
λημέρα», είπε.
Ο πατέρας της την είδε και έκανε ένα βήμα πίσω. Η Λένι
παρατήρησε πόσο κουρασμένος, πόσο ηττημένος έδειχνε.
«Πρέπει… πρέπει να πάω σχολείο», είπε η Λένι.
Η μητέρα της, που φορούσε ροζ στολή σερβιτόρας, ψα-
χούλεψε στο τσεπάκι στο ύψος του στήθους της και έβγαλε τα
τσιγάρα της. Έδειχνε νυσταγμένη· είχε δουλέψει μέχρι αργά το
προηγούμενο βράδυ κι εκείνη τη μέρα είχε αναλάβει τη μεση-
μεριανή βάρδια. «Πήγαινε, Λένι. Να μην αργήσεις.» Η φωνή της
ήταν ήρεμη και απαλή, γλυκιά σαν την ίδια.
1,2,3,4,5,6,7 9,10,11,12,13,14,15,16,17,18,...20
Powered by FlippingBook