Τα γράμματα που δεν περίμενε κανείς - page 11

13
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
στο εργαστήρι του μια φιγούρα με το πρόσωπο του μικρού,
που ήτανε αλλήθωρη. Μετά κοίταξε στα σοβαρά το ρόπτρο και
είπε: «Τώρα θα φας όλα τα χτυπήματα που σου αξίζουν, αλλά
δε θα είμαι εγώ αυτός που θα σ’ τα δίνει κι έτσι δε θα θυμώσει
η μητέρα σου μαζί μου.»
Οι δυο φίλες, γελώντας, τίμησαν την παράδοση χτυπώντας
δυο φορές το ρόπτρο. Όταν έσπρωξαν την πόρτα, αιφνιδιά-
στηκαν. Καθισμένο στο έδαφος, πάνω σε μια σκουροπράσινη
ψάθα, ξεκουραζόταν ένα αγόρι, λίγο μεγαλύτερο από κείνες.
Τους χαμογέλασε· τα σκούρα του μάτια έλαμψαν μέσα στο
σκοτάδι κι οι δυο κοπέλες ηρέμησαν. Τον γνώριζαν, παρότι
καμιά από τις δυο τους δεν ήξερε να πει από πού.
Κάθισαν δίπλα του, περιμένοντας να περάσει η μπόρα.
Τους είπε πως επέστρεφε στο χωριό, πως είχε τελειώσει τη
στρατιωτική του θητεία. Δε σταματούσε να κουνάει τα μεγάλα
δυνατά του χέρ ια, που τύλιξαν τη Ρόσα χωρ ίς καν να την α-
κουμπήσουν.
Η ώρα περνούσε γρήγορα. Ο καιρός ημέρεψε, ο στρατιώ-
της αποχαιρέτησε βιαστικά και βγήκε τρέχοντας, αγωνιώντας
να συναντήσει τους φίλους του. Δεν τους είπε το όνομά του,
αλλά δε χρειάστηκε. Το έμαθαν κι οι δυο εκείνο το βράδυ: Ά-
μπελ.
Τις επόμενες εβδομάδες οι δυο φίλες μίλησαν ελάχιστα για
το αγόρι, αλλά η ανάμνησή του χαραζόταν αθόρυβα μέσα στις
καρδιές τους.
Δεν τον ξαναείδαν ως τον χορό στο τέλος του καλοκαιριού.
Εκείνο το βράδυ, η Λουίσα ήταν πολύ όμορφη και ο Άμπελ χό-
ρεψε περισσότερο μαζί της παρά με τις άλλες κοπέλες. Η Ρόσα
αποφάσισε να θάψει τα αισθήματά της κάτω από ένα πέπλο
αδιαφορίας, πιστεύοντας πως δεν είχε καμιά πιθανότητα.
Ύστερα από κείνο το βράδυ, η Λουίσα δεν μπόρεσε να του
ξαναμιλήσει. Ήταν πολύ ντροπαλή. Όταν τον έβλεπε στον δρό-
μο, έτρεχε να κρυφτεί σε κάποιο πορτόνι. Αν έπεφταν ο ένας
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12,13,14,15,16,17,18,19,20,21,...22
Powered by FlippingBook