Ο Κήπος του Χειμώνα - page 20

26
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
«Τίποτα.»
«Δεν κούνησες το κεφάλι σου για το τίποτα. Τι συμβαίνει;»
«Μόλις σε ρώτησα κάτι.»
«Δεν το άκουσα. Ρώτα με ξανά.»
«Δεν έχει σημασία.»
«Εντάξει λοιπόν.» Πήρε τον καφέ της και ξεκίνησε για την
τραπεζαρία.
Ήταν κάτι που είχε κάνει εκατοντάδες φορές, κι όμως ε-
κείνη τη στιγμή, καθώς περνούσε κάτω από το παλιομοδίτικο
φωτιστικό οροφής, με το άχρηστο πλαστικό γκι να κρέμεται
από το κέντρο του, η οπτική της άλλαξε.
Είδε τον εαυτό της από απόσταση: μια σαραντάχρονη γυ-
ναίκα, με μια κούπα καφέ στο χέρι, να κοιτάζει δυο άδειες θέσεις
στο τραπέζι και τον άντρα της που ήταν ακόμα εκεί, και για ένα
κλάσμα του δευτερολέπτου αναρωτήθηκε ποια άλλη ζωή θα
μπορούσε να έχει ζήσει αυτή η γυναίκα. Κι αν δεν είχε γυρίσει
στο πατρικό της για να αναλάβει τον οπωρώνα και ν’ αναθρέψει
τα παιδιά της; Κι αν δεν είχε παντρευτεί τόσο νέα; Τι είδους γυ-
ναίκα θα είχε γίνει;
Κι έπειτα, όλο αυτό έσκασε σαν σαπουνόφουσκα και η
Μέρεντιθ επέστρεψε εκεί που ανήκε.
«Θα είσαι σπίτι για το δείπνο;»
«Πάντα δεν είμαι;»
«Στις εφτά», είπε η Μέρεντιθ.
«Βεβαίως», είπε εκείνος, γυρίζοντας σελίδα. «Ας ορίσουμε
ώρα.»
S
Στις οχτώ η Μέρεντιθ βρισκόταν στο γραφείο της. Όπως συ-
νήθως, είχε φτάσει πρώτη κι έκανε τον γύρο του δεύτερου
ορόφου της αποθήκης όπου βρίσκονταν τα χωρισμένα σε
κουβούκλια γραφεία της επιχείρησης ανάβοντας τα φώτα.
1...,10,11,12,13,14,15,16,17,18,19 21,22
Powered by FlippingBook