Οικιακή βοηθός

Η ΟΙΚΙΑΚΗ ΒΟΗΘΟΣ 31 «Αν θέλεις να περάσεις χρόνο μαζί μου, θα πρέπει να αποδεχτείς ότι θα είναι μαζί και ο Γουίλιαμ», είπε. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Γουίλιαμ φυσώντας δυνατά τη μύτη του στο μαντίλι του. Η μαμά άπλωσε το χέρι της να πιάσει το δικό του και με κοίταξε με σηκωμέ- να φρύδια, σαν να ήταν περήφανη για τον εαυτό της που έβαλε αυτό το όριο. Ήταν γνωστό ότι δεν συμπαθούσα τον Γουίλιαμ. Όταν είχα πάει να τους δω στη Γαλλία πριν από δυο χρόνια, ο Γουίλιαμ κι εγώ είχαμε καβγαδίσει πολύ άγρια. Η μαμά στενοχωρήθηκε τόσο που πήγε και έκλαψε στο αυτοκίνη- το. Αυτή τη φορά ήθελα να ανακτήσω τη χαμένη μου σχέ- ση με τη μητέρα μου, αλλά όχι μόνο για να με βοηθήσει να φροντίσω τη Μία. Λαχταρούσα μια μαμά, που θα μπο- ρούσα να την εμπιστευτώ, που θα με δεχόταν άνευ όρων κι ας ζούσα σε καταφύγιο αστέγων. Αν είχα μια μαμά με την οποία θα μιλούσα, ίσως να μπορούσε να μου εξηγήσει τι μου συνέβαινε ή να το κάνει πιο εύκολο και να με βοη- θήσει να μη με θεωρώ αποτυχημένη. Ήταν δύσκολο να παραδέχεσαι πόσο απελπισμένη ήσουν, να ανταγωνίζεσαι για την προσοχή της ίδιας σου της μάνας. Έτσι, γελούσα με τα αστεία του Γουίλιαμ. Χαμογελούσα όταν κορόιδευε την αμερικανική γραμματική. Δεν σχολίασα την καινούρια προφορά της μαμάς, ούτε ότι την είχε ψωνίσει λες και η γιαγιά δεν έφτιαχνε φρουτοσαλάτα με σαντιγί κονσέρβα. Η μαμά κι ο μπαμπάς μεγάλωσαν σε διαφορετικά μέρη της κομητείας Σκάτζιτ, μιας περιοχής γνωστής για τα χωράφια με τις τουλίπες, μία ώρα βόρεια του Σιάτλ. Οι οικογένειες και των δύο ζούσαν φτωχικά πάππο προς πάππο. Η οικογένεια του μπαμπά καταγόταν από τους δασώδεις λόφους πάνω από τη λίμνη Κλίαρ. Φήμες λέγανε ότι οι μακρινοί συγγενείς του ακόμη έφτιαχναν παράνομο

RkJQdWJsaXNoZXIy NTg2Njg=