Τέσσερις άνεμοι

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΝΕΜΟΙ 29 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 μπροστά του. Τη σιωπή ανάμεσά τους διέκοπταν μόνο οι ανά- σες τους και οι κρότοι της σβηστής μηχανής. Έσβησε τα φώτα, άνοιξε την πόρτα του και έκανε τον γύρο του φορτηγού για να ανοίξει και τη δική της. Η Έλσα τον κοιτούσε, καθώς της έπιανε το χέρι για να τη βοηθήσει να βγει από το φορτηγό. Ο άντρας θα μπορούσε να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά δεν το έκανε και έτσι η Έλσα ήρθε τόσο κοντά του, που μύρισε το ουίσκι στην ανάσα του και τη λεβάντα που μάλλον είχε χρησιμοποιήσει η μητέρα του όταν σιδέρωνε ή έπλενε το πουκάμισό του. Της χαμογέλασε και εκείνη ανταπέδωσε το χαμόγελο γεμά- τη ελπίδα. Εκείνος άπλωσε δύο παπλώματα στην ξύλινη καρότσα και ανέβηκαν. Ξάπλωσαν πλάι πλάι και κοιτούσαν τον απέραντο, γεμάτο αστέρια νυχτερινό ουρανό. «Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε η Έλσα. «Δεκαοχτώ, αλλά η μητέρα μου μου φέρεται σαν να είμαι παιδί. Έφυγα στα κρυφά για να βγω βόλτα απόψε. Ανησυχεί πολύ για το τι θα πει ο κόσμος. Εσύ είσαι τυχερή.» «Τυχερή;» «Μπορείς να περπατάς μόνη σου τη νύχτα, φορώντας αυτό το φόρεμα, χωρίς συνοδό.» «Ο πατέρας μου δεν χαίρεται καθόλου γι’ αυτό, μη νομίζεις.» «Αλλά τα κατάφερες. Το έσκασες. Σκέφτεσαι ποτέ ότι η ζωή είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που βλέπουμε εδώ, Ελς;» «Ναι», του είπε εκείνη. «Θέλω να πω… κάπου στον κόσμο τα παιδιά της ηλικίας μας πίνουν παράνομο αλκοόλ και χορεύουν τζαζ. Οι γυναίκες καπνίζουν δημόσια.» Αναστέναξε. «Και εμείς είμαστε εδώ.» «Έκοψα τα μαλλιά μου», είπε η Έλσα. «Ο πατέρας μου αντέδρασε σαν να είχα σκοτώσει άνθρωπο.»

RkJQdWJsaXNoZXIy NTg2Njg=