Σχολή κατασκόπων στον Βορρά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 11 ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 11 12 ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΕΛΙΓΜΟΙ 30 13 MEΤΑΔΟΣΗ 50 14 ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ 63 15 ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ 81 16 ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ 93 17 ΣΥΜΠΛΟΚΗ 106 18 ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ 119 19 ΕΞΟΡΙΑ 129 10 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 143 11 ΑΠΟΓΝΩΣΗ 154 12 ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΖΩΩΝ 169 13 ΟΥΔΕΤΕΡΗ ΖΩΝΗ 184 14 ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΗ 198 15 ΔΙΑΣΩΣΗ 210 16 ΕΙΣΒΟΛΗ 219 17 ΠΑΓΙΔΑ 233 18 ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΣΗ 245

19 ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ 256 20 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ 265 21 ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ 278 22 ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ 288 23 ΑΝΤΑΡΣΙΑ 298 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 319

14 Ιουνίου Από: ………………….…………… επίτιμο πράκτορα Προς: ……………………………… επικεφαλής της CIA Θέμα: Επιχείρηση Φλεγόμενος Φοίνικας Αγαπητ………………………………, Τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας αποτελούν μια σκοτεινή στιγμή στην ιστορία της CIA. Η αγαπημένη μου παλιά σχολή –που ήταν και δική σας και πολλών συναδέλφων πρακτόρων– έχει αποκαλυφθεί και έχει σχεδόν καταστραφεί. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να συνεχίσουμε με ασφάλεια να εκπαιδεύουμε μαθητές εκεί, πράγμα που σημαίνει ότι μια γενιά μελλοντικών πρακτόρων έχει καταστραφεί. Αλλά δεν χρειάζεται να είναι ολοκληρωτική η ζημιά. Όπως ζητήσατε, εσωκλείω την πρότασή μου για τη συνέχιση της κατασκοπευτικής εκπαίδευσης μερικών επίλεκτων μαθητών που έχουν αποδείξει την αξία τους στο πεδίο: ……………………………………… …………………………………………………………………………………………………… ……………………………………… και ……………..………… . Προσφέρομαι επίσης εθελοντικά να επιβλέπω τη συνέχιση των σπουδών τους, μαζί με τους ………………………………………… και ………………………….. (Ο ……….………….. επίσης προθυμοποιήθηκε, αλλά πιστεύω ότι θα είναι περισσότερο επιβλαβής για τους μαθητές μας παρά χρήσιμος.) Εφόσον αυτό το εγχείρημα πρέπει να προχωρήσει με τη μέγιστη δυνατή μυστικότητα, θα πρότεινα να μεταφερθούμε ………………………………………………………… και μετά ………………………………………..………………….., ενώ επίσης ……………………… …………………………………………………………………………………………………… … με …………………………………………………………………… ……………………… ………………………….. Επιπλέον, πρέπει οπωσδήποτε να …………………………… …………………., αλλιώς θα έχουμε να διαχειριστούμε μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση. Παρακαλώ, απαντήστε μου σε αυτό αμέσως. Η ομάδα μου είναι έτοιμη να φύγει τη στιγμή που θα δώσετε την εντολή. Με εκτίμηση, …………………………….. ΥΓ.: Η ………………………… αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να έχει τη συνταγή του συζύγου σας για την πατατοσαλάτα που έφτιαξε όταν σας επισκεφτήκαμε τον περασμένο μήνα. Ξέρω ότι είναι απόρρητη, αλλά μπορείτε να μας έχετε εμπιστοσύνη. Είμαστε διατεθειμένοι να την ανταλλάξουμε με τη συνταγή μας για την τάρτα με μήλα.

11 1 ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Παράρτημα Σχολής Κατασκόπων Εθνικός Δρυμός Φιόρδ Κινάι, Αλάσκα 17 Ιουλίου Ώρα 10.00 Η Έρικα Χέιλ κρεμάστηκε από το σκοινί ορειβασίας στην πλαγιά του γκρεμού, εκατόν πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος, και με ρώτησε: «Σου μυρίζει κάτι;» Σταμάτησα απότομα ενώ κατέβαινα κι εγώ με ραπέλ δίπλα της, αρκετά σίγουρος πως δεν είχα ακούσει καλά την ερώτησή της. «Με ρώτησες αν μου μυρίζει κάτι;» «Ναι». Κοίταξα το έδαφος στα εκατόν πενήντα μέτρα από κάτω μας και αμέσως το μετάνιωσα. Από τέτοιο ύψος, ακόμα και τα πιο ψηλά δέντρα έμοιαζαν μικροσκοπικά σαν μπονσάι. Γαντζώθηκα

12 πανικόβλητος από τον βράχο, τόσο σφιχτά που οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου άσπρισαν. Στο μεταξύ, η Έρικα είχε την ήρεμη όψη κάποιου που θα μπορούσε να κάθεται σε έναν ωραίο, άνετο καναπέ σε ένα δωμάτιο γεμάτο μαξιλαράκια. «Δεν χρειάζεται να κρατιέσαι έτσι από τον βράχο. Η τριβή στο σκοινί σου μέσα στον μηχανισμό πρόσδεσης αρκεί για να μην πέσεις». «Το ξέρω. Αλλά και πάλι νιώθω πιο ασφαλής όταν κρατιέμαι». «Δεν είσαι πιο ασφαλής. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να εξαντλείσαι σωματικά. Γι’ αυτό άφησε τον βράχο και χαλάρωσε». Η Έρικα κλότσησε τον βράχο και ταλαντεύτηκε στο κενό, χαμογελώντας σαν παιδάκι σε κούνια παιδικής χαράς. Το σκοινί της έτριζε κάτω από το βάρος της, σαν να το σκεφτόταν να σπάσει. Η Έρικα δεν έμοιαζε να ανησυχεί καθόλου. Άρχισε να ταλαντεύεται πάλι για να έρθει δίπλα μου, ενώ οι μπότες της κοπανούσαν πάνω στον βράχο. Μερικά κομμάτια πέτρας κόπηκαν και βυθίστηκαν στην αφάνεια από κάτω μας. Παρά τα όσα μού είχε μόλις πει η Έρικα, εγώ γραπώθηκα ακόμα πιο σφιχτά από τον βράχο. «Μπορούμε, σε παρακαλώ, να κατεβούμε;» «Απάντησέ μου πρώτα». «Γιατί κολλήσατε εκεί πέρα;» ακούστηκε μια δυνατή φωνή. Η Ζόι Ζίμπελ μάς κοίταζε από την κορυφή του γκρεμού, καμιά δεκαριά μέτρα πιο πάνω.

13 Το χαμογελαστό πρόσωπο του Μάικ Μπρεζίνσκι εμφανίστηκε δίπλα της. «Έχει φρικάρει ο Μπεν;» «Όχι!» φώναξα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Ο Μάικ και η Ζόι αντάλλαξαν ένα βλέμμα όλο νόημα. «Έχει φρικάρει σίγουρα», είπε η Ζόι. «Φυσικά και έχω φρικάρει!» αναφώνησα. «Κρεμόμαστε από έναν γκρεμό – κι αντί να κατεβαίνουμε σαν κανονικοί άνθρωποι, η Έρικα θέλει να μάθει αν μου μυρίζει κάτι!» «Το θέμα είναι να έχεις διαρκώς επίγνωση του τι γίνεται στον περιβάλλοντα χώρο», μου εξήγησε η Έρικα. «Κάτι που απαιτεί να χρησιμοποιείς όλες σου τις αισθήσεις. Αυτή τη στιγμή είσαι υπερβολικά συγκεντρωμένος στον βράχο μπροστά σου και δεν προσέχεις τίποτε άλλο». «Ο βράχος είναι σημαντικός», της εξήγησα κι εγώ. «Αν πέσω από τον βράχο, θα πεθάνω». Από την κορυφή του γκρεμού, η Ζόι μύρισε τον αέρα. «Μου μυρίζει φόβος». «Του Μπεν είναι», είπε η Έρικα. Και ήταν αλήθεια. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, είχε μόνο δέκα βαθμούς Κελσίου στην Αλάσκα και τσουχτερό αέρα. Κι ωστόσο, εγώ έχυνα κουβάδες ιδρώτα. Βρομούσα τόσο πολύ που θα μπορούσαν να με μυρίσουν άνθρωποι από ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Ο Μάικ, από ψηλά, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εγώ πάντως μυρίζω πεύκα», μας ανακοίνωσε, «με ένα ίχνος θαλασσινού νερού».

14 «Και μια δόση φρέσκου χορταριού», πρόσθεσε η Ζόι. «Eίναι απολαυστική αυτή η ευωδιά». «Είναι», συμφώνησε και ο Μάικ. «Όλο το μέρος εδώ μυρίζει όπως προσπαθούν να μυρίζουν τα αρωματικά χώρου». Παρόλο που στηρίζονταν στην κορυφή ενός υπερβολικά ψηλού γκρεμού, κανείς τους δεν έμοιαζε στο ελάχιστο αγχωμένος ή ανήσυχος. Ήμουν ο μόνος από τους τέσσερίς μας που διέθετα την κοινή λογική να είμαι φυσιολογικά τρομοκρατημένος μην τυχόν πέσω και σκοτωθώ. Αλλά ήταν προφανές ότι η Έρικα δεν θα με άφηνε να κατέβω αν δεν απαντούσα στην ερώτησή της, κι αυτό σήμαινε ότι, όσο πιο πολύ αργούσα, τόσο περισσότερη ώρα θα περνούσα κρεμασμένος πάνω από την άβυσσο. Παρά τον φόβο μου, μύρισα προσεκτικά τον αέρα. Πέρα από τη μυρωδιά του δικού μου σώματος, αντιλήφθηκα αυτή των πεύκων, του θαλασσινού νερού και του φρέσκου χορταριού που είχαν αναφέρει ο Μάικ και η Ζόι. Μύρισα κι άλλα πράγματα: το τραχύ μεταλλικό άρωμα του γκρεμού· τη ζεστή χωμάτινη ευωδιά του δασικού εδάφους… και μια μουχλιασμένη γήινη οσμή που δεν μπορούσα να την προσδιορίσω ακριβώς. Αν και κάτι σε σχέση με αυτή έμοιαζε σημαντικό. Έτσι, χρησιμοποίησα τις άλλες μου αισθήσεις για να αντιληφθώ τι ήταν. Τράβηξα το βλέμμα μου από τον βράχο και συνειδητοποίησα ότι η θέα από το σημείο όπου βρισκόμουν ήταν εντυπωσιακή. Ήταν μια από τις σπάνιες μέρες με ανέφελο ουρανό στη νότια ακτή της Αλάσκας και μπορούσα να δω χιλιόμετρα μακριά προς

15 κάθε κατεύθυνση. Το βουνό από όπου κρεμόμουν ήταν ένα κομμάτι βράχου που προεξείχε από ένα κατάφυτο δάσος, με ένα λαμπερό γαλάζιο φιόρδ στη μια του πλευρά και μια οδοντωτή οροσειρά στην άλλη. Η κορυφή των βουνών σκεπαζόταν από το κολοσσιαίο Παγοπέδιο Χάρντινγκ, το οποίο είχε μέγεθος πάνω από χίλια οχτακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα και σε αρκετά σημεία ήταν ενάμισι χιλιόμετρο παχύ. Πολυάριθμοι παγετώνες ξεκινούσαν από το παγοπέδιο και κατηφόριζαν φιδωτοί ανάμεσα σε σκουρόχρωμες πέτρινες κοιλάδες, μέχρι τη θάλασσα. Ήταν μια περιοχή τόσο απομονωμένη και δυσπρόσιτη που λίγοι άνθρωποι την είχαν δει ποτέ· το βουνό όπου βρισκόμουν μαζί με τους φίλους μου δεν είχε καν όνομα. Βρισκόμασταν ολοκληρωτικά εκτός πολιτισμού. Η πλησιέστερη πόλη είχε μόνο χίλιους κατοίκους και απείχε τέσσερις ώρες με πλοίο – κι αυτό αν ο καιρός ήταν καλός. Αν ο καιρός δεν ήταν καλός (κάτι που συνέβαινε συχνά), τότε η πλησιέστερη πόλη δεν ήταν καθόλου προσβάσιμη. Μέναμε σε κάτι χωριάτικες καλύβες χωμένες μέσα στο δάσος, στην άκρη μιας παγωμένης λίμνης που βρισκόταν στους πρόποδες ενός βουνού. Μπορούσα να δω τις καλύβες από κάτω μου, αν και, από το ύψος όπου ήμουν, έμοιαζαν μικρές σαν σπίτια από τη Monopoly. (Είχαν και το ίδιο πράσινο χρώμα σαν τα σπίτια της Monopoly, για να μην ξεχωρίζουν από το δάσος.) Όλη μας η ενέργεια ήταν ηλιακή. Αντί για εσωτερική τουαλέτα, είχαμε υπαίθρια. Για φαγητό είχαμε φέρει κάποιες ξηρές τροφές μαζί μας, όπως πελώρια σακούλια με φασόλια και ρύζι, αλλά τον περισσότερο καιρό

16 τρώγαμε φυτά που βρίσκαμε και ψάρια που πιάναμε. Ήταν λες και είχαμε κάνει ταξίδι πίσω στον χρόνο. Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες μόνο, ζούσαμε όλοι σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον: στις εγκαταστάσεις γοτθικού ρυθμού της Ακαδημίας Κατασκόπων της CIA στην καρδιά της Ουάσινγκτον. Η ύπαρξη της σχολής κατασκόπων ήταν μυστική σχεδόν από πάντα. Είχε μάλιστα και ένα ψεύτικο όνομα: Ακαδημία Επιστημών Σεντ Σμίθεν για Αγόρια και Κορίτσια. Αλλά η μυστική ταυτότητα της σχολής αποκαλύφθηκε από έναν πρώην μαθητή που έγινε πράκτορας του εχθρού, τον Μάρεϊ Χιλ. Ο Μάρεϊ ήταν ο άσπονδος εχθρός μου. Είχα αποτρέψει πολλά από τα σατανικά του σχέδια· για αντίποινα, με είχε επικηρύξει και είχε αφήσει να διαρρεύσει η τοποθεσία της ακαδημίας σε εκατοντάδες δολοφόνους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η CIA να αποφασίσει ότι είχε τεθεί σε κίνδυνο όλο το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, να κλείσει τη σχολή και να στείλει όλους τους μαθητές πίσω στην κανονική τους ζωή… Με τέσσερις εξαιρέσεις. Ο παππούς της Έρικα, ο Σάιρους Χέιλ, ένας πολύ αξιοσέβαστος κατάσκοπος, είχε προτείνει τη λύση να συνεχιστεί τουλάχιστον ένα μέρος του προγράμματος: μια επίλεκτη ομάδα μαθητών να μεταφερθεί μακριά, σε κάποια απομονωμένη τοποθεσία, για να συνεχίσει την εκπαίδευση, την οποία θα επέβλεπε ο ίδιος προσωπικά. Η επιχείρηση αυτή ήταν τόσο απόρρητη που μόνο μια χούφτα άνθρωποι στη CIA τη γνώριζαν. Ακόμα κι ο παλιός μας διευθυντής δεν είχε ιδέα, αν και,

17 για να λέμε την αλήθεια, ο παλιός μας διευθυντής σχεδόν για τίποτα δεν είχε ιδέα. Ο λόγος που διάλεξαν την Έρικα, τη Ζόι, τον Μάικ κι εμένα αντί για οποιονδήποτε άλλον ήταν πως όλοι μας είχαμε κατά τύχη δοκιμαστεί στο πεδίο. Κανονικά, οι μαθητές δεν συμμετείχαν σε αποστολές μέχρι να αποφοιτήσουν από τη σχολή, δηλαδή ύστερα από εφτά χρόνια απαιτητικής εκπαίδευσης – αλλά οι καταστάσεις είχαν συνωμοτήσει εναντίον μας. Είχα βρεθεί στην πρώτη μου αποστολή έπειτα από μια σειρά αναποδιές, όταν η CIA με είχε επιλέξει για δόλωμα προκειμένου να πιάσει έναν διπλό πράκτορα και η Έρικα είχε επέμβει για να με σώσει. Ύστερα από αυτό, διάφορα ατυχή γεγονότα είχαν οδηγήσει την Έρικα κι εμένα μαζί σε άλλες εννιά αποστολές, στις οποίες η μοίρα του κόσμου συχνά κρεμόταν από μια κλωστή. Ευτυχώς, τα είχαμε καταφέρει. Κι έτσι, παρόλο που είχα φοιτήσει μόνο ενάμιση χρόνο στη σχολή κατασκόπων –και είχα γίνει δεκατεσσάρων μόλις πριν από έναν μήνα–, ήμουν ένας από τους λίγους εκλεκτούς. Η Ζόι και ο Μάικ είχαν επιλεγεί επειδή είχαν συμμετάσχει και αυτοί σε διάφορες από τις πιο πρόσφατες αποστολές μου. Η Ζόι ήταν κι αυτή στην τάξη μου, αλλά ο Μάικ φοιτούσε τυπικά στο προηγούμενο έτος, κι ας ήμασταν συνομήλικοι. (Ο Μάικ ήταν φίλος μου στο κανονικό γυμνάσιο και τον είχαν στρατολογήσει στη σχολή κατασκόπων επειδή είχε συμπεράνει ευφυώς την ύπαρξή της.) Η Έρικα ήταν χαλαρά η μαθήτρια με τα περισσότερα προσόντα απ’ όλους μας. Είχε ολοκληρώσει τέσσερα έτη επίσημης

18 εκπαίδευσης στην ακαδημία, αλλά, ως μέλος της οικογένειας Χέιλ, εκπαιδευόταν ανεπίσημα ως κατάσκοπος από τη στιγμή που γεννήθηκε. Οι Χέιλ ήταν κατάσκοποι των Ηνωμένων Πολιτειών ακόμα και πριν ιδρυθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η οικογένεια της μητέρας της Έρικα είχε εξίσου μακρά κατασκοπευτική ιστορία για λογαριασμό της Αγγλίας. Οπότε η κατασκοπεία ήταν οικογενειακή τους υπόθεση. (Η πρώτη φράση που είπε στη ζωή της η Έρικα ήταν: «Συλλαμβάνεσαι για προδοσία».) Γι’ αυτούς τους λόγους η Έρικα είχε περισσότερες κατασκοπευτικές ικανότητες από οποιονδήποτε άλλο στη σχολή – όπως και από τους περισσότερους ενήλικες στη CIA. Γι’ αυτό μάθαινε διαρκώς διάφορα σ’ εμάς τους υπόλοιπους, κι ας ήταν λιγότερο από δύο χρόνια μεγαλύτερή μου. Επίσης, η Έρικα τύχαινε να είναι και το κορίτσι μου. Είχα πέσει κάτω ξερός όταν την είχα πρωτοδεί την πρώτη μου μέρα στη σχολή κατασκόπων – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μου είχε κάνει τάκλιν κατά τη διάρκεια της πρώτης εκπαιδευτικής μου άσκησης – και ήμουν ερωτευμένος μαζί της από τότε. Για κάμποσο καιρό δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα, αλλά κατά τη διάρκεια των αποστολών μας της είχα αποδείξει ότι ήμουν στ’ αλήθεια αρκετά καλός κατάσκοπος – και μάλιστα την είχα βοηθήσει να γίνει κι αυτή καλύτερη κατάσκοπος. Και πάλι, δεν ήμουν ούτε κατά διάνοια τόσο ικανός όσο η Έρικα – και μάλλον δεν θα γινόμουν ποτέ. Η Έρικα είχε μια ιδιαιτέρως εντυπωσιακή ποικιλία από ταλέντα. Για να αναφέρω μόνο λίγα: μπορούσε να τα βάλει ταυτόχρονα με πολλούς πρά-

19 κτορες του εχθρού σε μάχες σώμα με σώμα, να εξουδετερώνει βόμβες, να μιλάει δεκαέξι διαφορετικές γλώσσες, να οδηγεί αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα – και είχε μάθει πώς να πετάει ελικόπτερο κατά τη διάρκεια των τριών μόνο τελευταίων εβδομάδων. Επίσης, δεν φοβόταν πρακτικά τίποτα, όπως αποδείκνυε η χαλαρή της στάση όσο κρεμόταν από τον γκρεμό, ενώ οι αισθήσεις της ήταν απίστευτα οξυμμένες. Την είχα δει να εντοπίζει εχθρό απλώς και μόνο με την αμυδρή μυρωδιά της κολόνιας του από μισό χιλιόμετρο μακριά. Η Έρικα ισχυριζόταν πάντα ότι τέτοια ταλέντα ήταν αποτέλεσμα εξάσκησης, κι έτσι η Ζόι, ο Μάικ κι εγώ προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε τα δικά μας τις τελευταίες εβδομάδες. Κι έπιανε. Προπονούμασταν εφτά μέρες την εβδομάδα επί δεκαοχτώ ώρες τη μέρα, τελειοποιώντας κατασκοπευτικές ικανότητες όπως η αυτοάμυνα, η αποκωδικοποίηση, ο προσανατολισμός και η δημιουργία εκρηκτικών από απλά οικιακά αντικείμενα. Ασκούμασταν επίσης πολύ σωματικά, μεταφέροντας σακίδια είκοσι κιλών για χιλιόμετρα μέσα στην άγρια φύση, κολυμπώντας σε λίμνες και σκαρφαλώνοντας σε παγετώνες. Μπορούσα να δω ήδη αισθητή διαφορά σε όλους μας. Ο Μάικ και η Ζόι ήταν καλοί αθλητές και όταν είχαμε πρωτοφτάσει εδώ, αλλά τώρα ήταν σαν νεαροί ολυμπιονίκες. Μέχρι κι εγώ ήμουν σε απίστευτη φόρμα. Δεν είχα γίνει όμως ακόμη επιδέξιος σε όλα. Παρά τις πολλές προπονήσεις, οι ικανότητές μου στον χειρισμό όπλων παρέμεναν αξιολύπητες. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, είχα αστοχήσει

20 κατά λάθος με μια βαλλίστρα και παραλίγο να φάω τον Σάιρους, ο οποίος δεν ήταν καθόλου χαρούμενος με αυτό. Αλλά στους περισσότερους άλλους τομείς είχα βελτιωθεί. Ακόμα και οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν καλύτερα. Εκεί που κρεμιόμουν από το σκοινί αναρρίχησης, κατάφερα να συγκεντρωθώ και να βρω μια κάποια ηρεμία. Επικεντρώθηκα στο περιβάλλον γύρω μου, άκουσα και διέκρινα –εκτός από το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα και τον μακρινό εναγκαλισμό του νερού με τη βραχώδη ακτή του φιόρδ– ένα αχνό μασούλημα σε μεγάλη απόσταση από κάτω μου. Τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα τι ήταν η μούχλα που είχα μυρίσει. «Υπάρχει μια αρκούδα στη βάση αυτού του γκρεμού», ενημέρωσα την Έρικα. «Ναι». Η Έρικα χαμογέλασε, ευχαριστημένη με την πρόοδό μου. «Και τι χρώμα είναι;» Πριν από μερικές εβδομάδες, μπορεί να ξαφνιαζόμουν από αυτή την ερώτηση και να αναρωτιόμουν πώς στο καλό μπορούσα να ξέρω τι χρώμα είχε η αρκούδα μυρίζοντάς τη ή ακούγοντάς τη. Αλλά τώρα, παρά την επισφαλή θέση μου στην πλαγιά του γκρεμού, συνειδητοποίησα ότι είχα ήδη όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμουν. «Είναι μαύρη», απάντησα. Βρισκόμασταν σε μια από τις λίγες περιοχές της Αλάσκας όπου δεν υπήρχαν καφέ αρκούδες, σαν τις γκρίζλι, γιατί αυτές δεν είχαν μπει ποτέ στον κόπο να μεταναστεύσουν κατά μήκος της παγονησίδας – και ήμασταν πολύ νότια για να συναντήσου-

21 με πολικές αρκούδες. Οι μαύρες αρκούδες ήταν πολύ πιο μικρόσωμες και λιγότερο επιθετικές από τις γκρίζλι ή τις πολικές, αλλά και πάλι δεν θα ήθελες να προσγειωθείς πάνω στο κεφάλι κάποιας από αυτές. Εν μέρει λόγω της έλλειψης μεγαλύτερων αρκούδων στην περιοχή, υπήρχαν πολλές μαύρες αρκούδες γύρω από το μέρος όπου μέναμε. Δεν είχαμε κάνει απογραφή, αλλά ήταν σίγουρα περισσότερες από μας, κάτι που έκανε τις νυχτερινές επισκέψεις στην υπαίθρια τουαλέτα κάπως βασανιστικές. Μέχρι στιγμής, κανένας μας δεν είχε πέσει πάνω σε αρκούδα. Τον περισσότερο καιρό οι αρκούδες έμοιαζαν να μη νοιάζονται καν για την ύπαρξή μας εκεί, αλλά και πάλι εμείς κουβαλούσαμε πάντα απωθητικό σπρέι, για καλό και για κακό. «Σωστά και πάλι», είπε η Έρικα, απαντώντας στο συμπέρασμά μου. «Και πώς την αντιμετωπίζουμε;» «Κατεβαίνουμε αργά, για να μη θεωρήσει η αρκούδα ότι την απειλούμε. Και πρέπει να κάνουμε θόρυβο για να ξέρει ότι πλησιάζουμε και να μην τρομάξει». «Τέλεια. Ευτυχώς για μας, είναι απασχολημένη με τον σολομό που τρώει, οπότε μάλλον η προσοχή της θα είναι στραμμένη εκεί και όχι σ’ εσένα και σ’ εμένα, αλλά και πάλι είναι πάντα φρόνιμο να προσέχουμε». Την κοίταξα έκπληκτος. «Μπορείς να καταλάβεις τι τρώει;» «Μπορώ να διακρίνω αμυδρά τη μυρωδιά νεκρού σολομού. Επίσης, είναι μια βάσιμη εικασία, έτσι κι αλλιώς. Κυρίως σολομούς τρώνε όλες οι αρκούδες αυτή την εποχή».

22 Έγνεψα με το κεφάλι ότι κατάλαβα. Τα κοπάδια σολομών είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στις παγωμένες λίμνες για να γεννήσουν. Κάποια ρυάκια της περιοχής ήταν τόσο γεμάτα με σολομούς που θα μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους. Ήταν σαν Χάλογουιν για τις αρκούδες· η αγαπημένη τους τροφή βρισκόταν παντού, ήταν εύκολο να την πετύχουν και μπουκώνονταν με κάθε ευκαιρία. «Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να συνεχίσουμε την κατάβαση;» ρώτησα. «Ναι». Αναστέναξα ανακουφισμένος. «Πάλι καλά». Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μας, είχαμε δοκιμάσει πολλούς τρόπους για να ειδοποιούμε τις αρκούδες πως ήμασταν κοντά. Ο συνηθισμένος ήταν να φωνάζουμε απλώς «Γεια, αρκούδα!», αν και καταντούσε λίγο μονότονο στις μεγάλες πεζοπορίες μέσα στην άγρια φύση. Έτσι, γενικά συζητούσαμε μεταξύ μας πιο δυνατά απ’ ό,τι συνήθως – ή τραγουδούσαμε. Αποδείχτηκε πως η Έρικα είχε υπέροχη φωνή και, προς έκπληξή μου, βαθιές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για τραγούδια από παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ. Μου είχε μάθει πολλά τις τελευταίες εβδομάδες και ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω το τραγούδι όσο κατέβαινα, όταν ένιωσα ξαφνικά την Έρικα να τσιτώνεται δίπλα μου. Ήταν πολύ ανεπαίσθητο. Μέχρι πρόσφατα, μπορεί να μην πρόσεχα καν την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Αλλά τώρα την κατάλαβα. «Τι τρέχει;»

23 «Σσσς», είπε και μετά έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της για να ακούσει κάτι. Αφουγκράστηκα κι εγώ. Για άλλη μια φορά άκουσα το χαρούμενο μασούλημα της αρκούδας, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο, πιο αχνό και πιο μακρινό. Με το ζόρι μπορούσα να το διακρίνω, αλλά και πάλι, όταν συγκεντρώθηκα, αναγνώρισα τον ήχο της μάχης σώμα με σώμα. Τον είχε ακούσει και η Έρικα. Τα μάτια της γούρλωσαν από ανησυχία. «Παππού!» φώναξε και άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κανονικά, στην κατάβαση προχωράς αργά και με την όπισθεν· όσο το σκοινί περνάει μέσα από τη ζώνη σου, η επακόλουθη τριβή σε κρατάει για να μην πέσεις. Στην αρχή είχα θορυβηθεί που θα κατέβαινα μια απότομη κάθετη επιφάνεια, αλλά τελικά είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν αρκετά ασφαλές αρκεί να προχωρούσες με προσοχή. Ωστόσο, στη βιασύνη της να φτάσει στον παππού της, η Έρικα δεν έδινε καμία σημασία σε όλα αυτά. Δεν κατέβαινε, έτρεχε προς το έδαφος με την ανάποδη· το σκοινί της περνούσε με τόση ταχύτητα μέσα από τον μηχανισμό πρόσδεσης που έβγαζε καπνούς. «Και με την αρκούδα τι θα γίνει;» της φώναξα. «Δεν υποτίθεται ότι έπρεπε να κατέβουμε αργά για να μη νομίζει ότι την απειλούμε;» «Έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα τώρα από την αρκούδα!» μου φώναξε και η Έρικα. «Κατέβα κάτω τώρα! Όλοι σας!»

24 «Ερχόμαστε!» φώναξε ο Μάικ από την κορυφή του γκρεμού και μετά εξαφανίστηκαν με τη Ζόι. Επειδή είχαμε τα αναρριχητικά σκοινιά η Έρικα κι εγώ, οι άλλοι θα έφταναν πιο γρήγορα κατηφορίζοντας το βουνό παρά περιμένοντάς μας να φτάσουμε κάτω και μετά να πάρουν σειρά. Άκουγα τα βήματά τους όσο έτρεχαν στο μονοπάτι από το οποίο είχαμε ανέβει στην κορυφή. Κοίταξα ανήσυχος την απότομη πλαγιά από κάτω μου. Ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν ζόρικη η γρήγορη κατάβαση· με μια πεινασμένη αρκούδα στο τέλος της, ήταν πολύ τρομακτική. Παρ’ όλ’ αυτά, η Έρικα βρισκόταν ήδη στα μισά. Έτσι, μάζεψα το κουράγιο μου κι έτρεξα πίσω της. Δεν κατέβαινα ούτε κατά διάνοια τόσο σβέλτα όσο εκείνη, αλλά και πάλι πήγαινα πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο θεωρούσα συνετό. Άφησα το σκοινί να γλιστρήσει μέσα από τον μηχανισμό πρόσδεσής μου όσο κατηφόριζα με την όπισθεν την απόκρημνη πλαγιά. Ήταν λίγο σαν να ήμουν σε ασανσέρ εξπρές – χωρίς τον θάλαμο του ασανσέρ. Ο αέρας σφύριζε στ’ αυτιά μου, ενώ το σκοινί τσιτσίριζε και το δάσος ερχόταν βιαστικά να με προϋπαντήσει. Μου δημιουργούσαν μια ταραχή όλα αυτά – παρόλο που ήταν και πάλι πολύ καλύτερα σε σύγκριση με μια απότομη κατρακύλα. Πριν το καταλάβω, περνούσα ανάμεσα από τις κορυφές των δέντρων. Το τοπίο γινόταν λιγότερο φωτεινό καθώς τα φυλλώμασα εμπόδιζαν τις ακτίνες του ήλιου, κι αμέσως με πλημμύρισαν οι μυρωδιές των πεύκων, των νοτερών βρύων – και της αρκούδας.

25 Η μαύρη αρκούδα που είχα αντιληφθεί νωρίτερα ήταν μάλιστα πολύ κοντά στο σημείο όπου θα προσγειωνόμουν και καταβρόχθιζε έναν πελώριο σολομό που είχε ψαρέψει από κάποιο κοντινό ρυάκι. Ήταν μεγάλη για μαύρη αρκούδα, τουλάχιστον διακόσια τριάντα κιλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, με νύχια σαν τσιγκέλια για κρέατα. Κανονικά, δεν θα βιαζόμουν καθόλου να πάω οπουδήποτε κοντά της. Αλλά τώρα ήταν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ευτυχώς, η αρκούδα είχε αφοσιωθεί τελείως στο να περιδρομιάζει σαν επιβάτης κρουαζιερόπλοιου σε μπουφέ με απεριόριστη κατανάλωση, και ήταν προφανές ότι η Έρικα την είχε προσπεράσει χωρίς κανένα πρόβλημα· μπορούσα να τη δω από μακριά να τρέχει βολίδα στο δάσος, κατευθυνόμενη προς τις καλύβες μας, πολύ μπροστά από μένα. Aπώθησα όλα μου τα ένστικτα που μου έλεγαν να αποφεύγω μεγάλα, πεινασμένα θηλαστικά και κατέβηκα στο αφράτο χώμα. Παρά την παρουσία της αρκούδας, ένιωσα τεράστια ανακούφιση που πατούσα πάλι στη γη. Έβγαλα γρήγορα το σκοινί μου από τον μηχανισμό πρόσδεσης και έκανα το τελευταία πράγμα που θα με συμβούλευε να κάνω οποιοσδήποτε ειδικός στην επιβίωση: Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη προς το μέρος της αρκούδας. Αυτή ούτε που με κοίταξε. Ήμουν βέβαιος όμως ότι ήξερε πως ήμουν εκεί: Οι τρίχες στη ράχη της σηκώθηκαν και έβγαλε ένα σιγανό, σπηλαιώδες γρύλισμα, που το ένιωσα μέχρι το μεδούλι μου. Κι ωστόσο, εξακολουθούσα να μην αποτελώ τόσο μεγάλη απειλή για εκείνη ώστε να δικαιολογήσω ένα διάλειμμα

26 από το φαγητό της. Αν είχα πλησιάσει περισσότερο ή είχα βλακωδώς προσπαθήσει να της πάρω το ψάρι, η αρκούδα μάλλον θα με ξεκοίλιαζε με τα νύχια της, αλλά τώρα παρέμεινε επικεντρωμένη στην τροφή της ενώ εγώ την προσπέρασα τρέχοντας βιαστικά. Είχα κατέβει με επιτυχία την πλαγιά ενός γκρεμού και είχα αποφύγει μια αρκούδα. Οπότε έπρεπε πια να ανησυχώ μόνο για όποιον είχε επιτεθεί στον Σάιρους. Και τώρα που το σκεφτόμουν, αυτή ήταν σίγουρα η μεγαλύτερη απειλή απ’ όλες. Οι κακοί, σε αντίθεση με τις μαύρες αρκούδες, σκόπευαν σαφώς να δημιουργήσουν προβλήματα. Δυσκολευόμουν να ακούσω οτιδήποτε πέρα από το ποδοβολητό μου και τους χτύπους της καρδιάς μου, αλλά μου φαινόταν πως οι ήχοι πάλης είχαν σταματήσει. Αυτό μπορεί να σήμαινε πως τα νέα ήταν καλά: Ίσως ο Σάιρους να είχε νικήσει όποιον του είχε επιτεθεί. Από την άλλη, μπορεί να είχε χάσει, κι αυτό θα ήταν πράγματι πολύ κακό. Η βάση μας ήταν μισό χιλιόμετρο μακριά, στο τέρμα ενός φιδωτού μονοπατιού που είχαμε δημιουργήσει εμείς μέσα στο δάσος. Χάρη στη σωματική εξάσκηση που είχα κάνει, κάλυψα γρήγορα την απόσταση. Ένα λεπτό μόνο αφότου είχα προσπεράσει την αρκούδα, είδα την πρώτη καλύβα. Αυτή η βάση είχε χτιστεί αρχικά από τον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προτού καν η Αλάσκα γίνει πολιτεία, τότε που όλοι οι αντιμαχόμενοι έσπευ-

27 δαν να εγκαταστήσουν στρατιωτικές βάσεις γύρω από τον Ειρηνικό Ωκεανό. (Οι Ρώσοι και οι Γιαπωνέζοι είχαν κι αυτοί μερικά φυλάκια στην άγρια φύση της Αλάσκας εκείνη την εποχή.) Δεν είχε σημασία πόσο μεγάλη ήταν η κάθε βάση· ο σκοπός ήταν απλώς να κατοχυρωθεί το έδαφος. Η συγκεκριμένη βάση έμοιαζε να μην έχει χρησιμοποιηθεί παρά μόνο σπάνια έκτοτε, και μάλλον την είχαν ξεχάσει όλοι στην κυβέρνηση εκτός από τον Σάιρους. Όταν είχαμε φτάσει στην περιοχή πριν από τέσσερις εβδομάδες, οι καλύβες ήταν σε φρικτή κατάσταση, οι σκεπές έσταζαν, οι τοίχοι είχαν σαπίσει και μέσα υπήρχαν πολλοί απρόσκλητοι ένοικοι. Η Έρικα με τη Ζόι είχαν βρει δεκάδες αρουραίους στη δική τους, ενώ σε αυτή που ήμασταν ο Μάικ κι εγώ ζούσε μια οικογένεια αδηφάγων. Αλλά είχαμε φέρει εργαλεία, κόντρα πλακέ και απωθητικό αδηφάγων – κι επίσης ένα τμήμα του αρχικού στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως οι μαντεμένιοι ξυλόφουρνοι, ήταν τόσο σταθερό που θα άντεχε ακόμα και πυρηνική έκρηξη, κι επομένως εξακολουθούσε να λειτουργεί. Οπότε δεν μας πήρε πολύ καιρό να τα τακτοποιήσουμε όλα. Μέσα σε μερικές μέρες οι καλύβες είχαν επισκευαστεί και ήταν πολύ άνετες. Υπήρχαν οχτώ καλύβες συνολικά, αλλά χρειάστηκε να ανακαινίσουμε μόνο τέσσερις: μία για τα κορίτσια, μία για τα αγόρια, μία για τον Σάιρους και μία για τους γονείς της Έρικα, τον Αλεξάντερ και την Κάθριν Χέιλ, που έλειπαν τώρα σε αποστολή ανεφοδιασμού. Υπήρχε επίσης η εξωτερική τουαλέτα και η τραπεζαρία (που ευτυχώς βρίσκονταν σε αντίθετες άκρες της

28 βάσης), μερικές αποθήκες για τα εργαλεία και ένας χώρος όπου στεγνώναμε τα ρούχα μας, τα οποία ήταν συχνά μούσκεμα, δεδομένων των γενικά αντίξοων καιρικών συνθηκών της Αλάσκας. Ο Σάιρους είχε πάρει την καλύβα στην πιο μακρινή άκρη του στρατοπέδου, αυτή που βρισκόταν πιο κοντά στην αποβάθρα. Ισχυρίστηκε ότι την είχε επιλέξει για να μπορεί να προστατεύει εμάς τους υπόλοιπους από εχθρικές επιθέσεις, αφού αυτές το πιθανότερο ήταν πως θα γίνονταν από το νερό – αν και η Έρικα μου είχε πει πως ο πραγματικός λόγος ήταν πως αυτή η καλύβα βρισκόταν πιο κοντά από τις άλλες στην τουαλέτα. (Η γερασμένη κύστη του Σάιρους δεν δούλευε όπως παλιά και συχνά έπρεπε να σηκωθεί δυο και τρεις φορές τη νύχτα για να την ανακουφίσει.) Επιβράδυνα το βήμα μου όσο διέσχιζα τη βάση, σε επιφυλακή για οποιαδήποτε ένδειξη σχετικά με το τι είχε γίνει στη μάχη. Δεν είδα πουθενά αναίσθητους πράκτορες του εχθρού ξαπλωμένους στο έδαφος – αλλά δεν είδα και πουθενά ίχνος του Σάιρους. Πέρασα προσεκτικά μπροστά από την τραπεζαρία και τις άλλες καλύβες μέχρι που έφτασα στην καλύβα του Σάιρους. Κάποιος είχε κλοτσήσει και είχε βγάλει την πόρτα από τους μεντεσέδες για να εισβάλει, πιθανότατα ο εχθρός. Σταμάτησα λίγα μέτρα πιο μακριά, γιατί ανησυχούσα μήπως καραδοκούσαν ακόμη μέσα τίποτα κακοί. Άκουσα βήματα να πλησιάζουν την πόρτα. Και μετά η Έρικα βγήκε έξω τρέχοντας, με το πιο απεγνωσμένο ύφος που την είχα δει ποτέ να έχει.

29 «Έφυγε!» είπε. «Τον πήραν». «Ποιοι τον πήραν;» ρώτησα. «Δεν ξέρω, αλλά δεν πρέπει να έχουν πάει μακριά». Έριξα μια κλεφτή ματιά πίσω από την Έρικα, μέσα από την ανοιχτή πόρτα της καλύβας του Σάιρους. Προφανώς είχε γίνει μεγάλη μάχη εκεί πέρα. Κανείς μας δεν είχε και πολλά έπιπλα –αφού έπρεπε να τα κατασκευάσουμε μόνοι μας–, αλλά και τα λίγα που υπήρχαν είχαν γίνει κομμάτια. Η Έρικα κρατούσε ένα πανί στο χέρι της που έζεχνε χλωροφόρμιο, ένδειξη ότι είχαν κατατροπώσει τον Σάιρους και μετά τον είχαν ναρκώσει. Ακούστηκε ξαφνικά ένας εξωλέμβιος κινητήρας από την πλευρά της αποβάθρας: Ο εχθρός διέφευγε. Η Έρικα όρμησε προς την αποβάθρα. Και πριν μπορέσω να σκεφτώ σοβαρά αν ήταν λογικό αυτό που έκανα, έτρεξα πίσω της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==