JUAN GÓMEZ-JURADO 22 «Γεια σου, γλυκιά μου. Δεν μπορώ να έρθω, δυστυχώς ένα αγόρι έχει πρόβλημα και μόνον ο μπαμπάς μπορεί να το βοηθήσει, καταλαβαίνεις;» «Χμ…» Η σιωπή που ακολούθησε ήταν φορτισμένη με όλες τις ενοχές που μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ένα εφτάχρονο. Ψυχρή, κολλώδης, δυσάρεστη. «Τι έβλεπες;» είπα, προσπαθώντας να της φτιάξω τη διάθεση. «Μπομπ Σφουγγαράκη. Εκείνο που ο Πλαγκτόν λέει ότι δεν θέλει πια να κλέβει τη φόρμουλα για το καβουροπάτι και ανοίγει κατάστημα παιχνιδιών». «Και ο κύριος Καβούρης δεν σταματάει μέχρι να τον πείσει να την κλέψει ξανά. Το λατρεύω αυτό το επεισόδιο». «Και στη μαμά άρεσε». Μου πήρε αρκετά δευτερόλεπτα να απαντήσω. Είχα έναν κόμπο στον λαιμό και δεν ήθελα να το προσέξει. «Όταν γυρίσω, θα έρθω να σε σκεπάσω. Τώρα όμως θέλω να είσαι καλό παιδί, για χάρη της ομάδας». Η Τζούλια αναστέναξε, για να ξεκαθαρίσει ότι δεν θ’ αρκούνταν σ’ αυτό. «Θα μου δώσεις ένα φιλί για καληνύχτα; Ακόμα κι αν κοιμάμαι;» «Το υπόσχομαι». Κι επικαλέστηκα την πολεμική μας ιαχή που είχε επινοήσει η Ρέιτσελ. «Ομάδα Έβανς;» «Παρουσιάστε», απάντησε εκείνη, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. «Σ’ αγαπώ, Τζούλια», ήταν το τελευταίο πράγμα που της είπα πριν μπω στο χειρουργείο. Έκλεισε χωρίς να απαντήσει. Ήταν έντεκα και μισή το βράδυ. Σερνόμουν στο πάρκινγκ, εξουθενωμένος μετά την πολύωρη επέμβαση, όταν ξαναχτύπησε το κινητό μου. Ήταν η διευθύντριά μου. «Πώς πήγε;»
RkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==