21 Ο ΑΣΘΕΝΗΣ Έντεκα λεπτά. Τότε κατάλαβα τι υπονοούσε η διευθύντριά μου. Για τα επόμενα έντεκα λεπτά η νομική ευθύνη για την τύχη του αγοριού ήταν δική μου, ως υπεύθυνου χειρουργού της βάρδιας. Αποκλειστικά και μόνο. «Δόκτορ Γουόνγκ, πρέπει να κλείσω. Η κατάσταση του ασθενούς επιδεινώθηκε. Φοβάμαι για τη ζωή του. Θα τον χειρουργήσω για να αφαιρέσω τη σφαίρα». «Λυπάμαι που το ακούω αυτό, Έβανς», είπε απότομα καθώς έκλεινε. Γάβγισα μερικές λακωνικές εντολές, και οι διασώστες έκαναν στην πάντα. Οι νοσοκόμες μετέφεραν τον ασθενή στο χειρουργείο. Χρειαζόμουν αναισθησιολόγο, μα αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα: δεν υπήρχε ούτε ένας σε εκείνο το νοσοκομείο που θα μπορούσε να μου αρνηθεί. Όχι μετά από ό,τι είχε συμβεί στη Ρέιτσελ. Πριν πλύνω τα χέρια μου για την επέμβαση, έκανα ένα τελευταίο τηλεφώνημα. «Σβετλάνα, προέκυψε κάτι επείγον. Δεν θα είμαι στην ώρα μου το βράδυ για φαγητό». «Πολύ καλά, δόκτορ Έβανς», απάντησε με τον μηχανικό σλάβικο τόνο της. «Θα βάλω την κόρη σας για ύπνο. Θέλετε να της το πω εγώ;» Είχα υποσχεθεί στην Τζούλια να της διαβάσω ένα παραμύθι πριν κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Και είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου τόσες φορές που ένιωσα ντροπή να μην της το πω εγώ ο ίδιος. «Όχι, δώσ’ τη μου», αναστέναξα. Άκουσα τη Σβετλάνα να φωνάζει την κόρη μου, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω απ’ τον θόρυβο της τηλεόρασης. «Γεια σου, μπαμπά! Πότε θα έρθεις; Μου λείπεις! Έχουμε κοτόπουλο για βραδινό!»
RkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==