9 Κεφάλαιο 1 υχνά, όπως ακριβώς τώρα, ο Ζαν Περντί καθόταν στην κουζίνα της αγροικίας, μαδούσε δεντρολίβανο και λεβάντα, εισέπνεε με μάτια κλειστά το βαθύ άρωμα της Προβηγκίας και ασχολούνταν με τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια των Μικρών Συναισθημάτων. Είχε μόλις προσθέσει στο Π το λήμμα: «Παρηγοριά της κουζίνας. Το αίσθημα που προκαλείται όταν ένα πεντανόστιμο φαγητό σιγοβράζει στο μάτι της κουζίνας γεμίζοντας τα παράθυρα υδρατμούς, ενώ από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να καθίσει στο τραπέζι το αγαπημένο μας πρόσωπο, με το οποίο θα ανταλλάσσουμε ευτυχισμένα βλέμματα ανάμεσα στις μπουκιές (γνωστό και ως: Ζωή)…», όταν άκουσε από μακριά τον χαρακτηριστικό ήχο ενός σκούτερ, που θαρραλέα και αποφασιστικά ανέβαινε με πρώτη την απότομη πλαγιά. Ταυτόχρονα χτύπησε το τηλέφωνο. Εδώ στα βουνά της Ντρομ βρίσκονταν τόσο μακριά από τον κόσμο τον βιαστικό, ώστε η ταχυδρόμος, η Φρανσίν Μπονέ, χρειαζόταν δέκα λεπτά για να φτάσει ως πάνω στο σπίτι τους με το κίτρινο μηχανάκι των γαλλικών ταχυδρομείων. Κι ερχόταν μόνο όταν έφερνε δέματα που δεν χωρούσαν στο γραμματοκιβώτιο κάτω στην κοιλάδα. Έτσι, λοιπόν, ο Ζαν Περντί είχε χρόνο ν’ απαντήσει στο τηλέφωνο. Αναγνώρισε τον αριθμό από το Παρίσι. «Κυρία Γκιλιβέρ», είπε στο ακουστικό. Σ
RkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==