Το πλωτό βιβλιοπωλείο του κυρίου Περντί

ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 23 βήμα, δασιά φρύδια και γυαλιά πατομπούκαλα. Ήταν ένα φωτεινό καλοκαιρινό μεσημέρι. Ο Σαραμάγκου πάλευε να πάρει ανάσα. «Δεν είναι φαρμακείο εδώ;» είχε ρωτήσει ξέπνοος με αμηχανία. Οι λέξεις «pharmacie littéraire» τον είχαν παραπλανήσει. Ο Περντί είχε οδηγήσει τον συγγραφέα στην πολυθρόνα, στη δροσερή σκιά δίπλα στο μεγάλο φινιστρίνι που έβλεπε στον Σηκουάνα, του είχε φέρει μια καράφα νερό και ένα ποτήρι και του είχε δώσει χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι είχε βρεθεί σε ένα πλωτό βιβλιοπωλείο. «Θα θέλατε να μείνει ο κόσμος απέξω για λίγο;» είχε ρωτήσει ο Περντί. Τα βλέφαρα του Σαραμάγκου είχαν σαλέψει πίσω από τα γυαλιά του. Ο Περντί είχε τοποθετήσει το χοντρό κόκκινο σχοινί στην είσοδο, fermé –«κλειστό»–, και είχε συνεχίσει σιωπηλά τη δουλειά του. Οι παραγγελίες και το στοκ είχαν διευθετηθεί γρήγορα. Οι τακτικοί πελάτες του είχαν πάει διακοπές στη Νορμανδία, στο Κασί ή στις κατασκηνώσεις γυμνιστών στην Οβέρνη· ή είχαν κάνει εξατομικευμένη συνδρομή, σίγουροι ότι ο λογοτεχνικός φαρμακοποιός από το Παρίσι θα τους έστελνε κάθε δεκαπενθήμερο ένα βιβλίο ειδικά επιλεγμένο για τη συναισθηματική τους κατάσταση, το οποίο θα προστίθετο στη βιβλιοθήκη τους με το αναγνωστικό-φαρμακευτικό υλικό. Από την άλλη, οι τουρίστες ενδιαφέρονταν για οδηγούς πόλεων, καρτ ποστάλ ή για τις βεντάλιες από σελίδες βιβλίων που ο Ζαν Περντί παράγγελνε σε έναν συνταξιούχο βιβλιοδέτη – δεν άντεχε να βλέπει τα βιβλία να πωλούνται για πενταροδεκάρες. Τα κακέκτυπα ή τα αντίτυπα που έμεναν στα αζήτητα προτιμούσε να τα μετατρέπει σε βεντάλιες.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==