9 Κεφάλαιο 1 υχνά, όπως ακριβώς τώρα, ο Ζαν Περντί καθόταν στην κουζίνα της αγροικίας, μαδούσε δεντρολίβανο και λεβάντα, εισέπνεε με μάτια κλειστά το βαθύ άρωμα της Προβηγκίας και ασχολούνταν με τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια των Μικρών Συναισθημάτων. Είχε μόλις προσθέσει στο Π το λήμμα: «Παρηγοριά της κουζίνας. Το αίσθημα που προκαλείται όταν ένα πεντανόστιμο φαγητό σιγοβράζει στο μάτι της κουζίνας γεμίζοντας τα παράθυρα υδρατμούς, ενώ από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να καθίσει στο τραπέζι το αγαπημένο μας πρόσωπο, με το οποίο θα ανταλλάσσουμε ευτυχισμένα βλέμματα ανάμεσα στις μπουκιές (γνωστό και ως: Ζωή)…», όταν άκουσε από μακριά τον χαρακτηριστικό ήχο ενός σκούτερ, που θαρραλέα και αποφασιστικά ανέβαινε με πρώτη την απότομη πλαγιά. Ταυτόχρονα χτύπησε το τηλέφωνο. Εδώ στα βουνά της Ντρομ βρίσκονταν τόσο μακριά από τον κόσμο τον βιαστικό, ώστε η ταχυδρόμος, η Φρανσίν Μπονέ, χρειαζόταν δέκα λεπτά για να φτάσει ως πάνω στο σπίτι τους με το κίτρινο μηχανάκι των γαλλικών ταχυδρομείων. Κι ερχόταν μόνο όταν έφερνε δέματα που δεν χωρούσαν στο γραμματοκιβώτιο κάτω στην κοιλάδα. Έτσι, λοιπόν, ο Ζαν Περντί είχε χρόνο ν’ απαντήσει στο τηλέφωνο. Αναγνώρισε τον αριθμό από το Παρίσι. «Κυρία Γκιλιβέρ», είπε στο ακουστικό. Σ
NINA GEORGE 10 «Χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σας και θα λάβετε γράμμα από τον Ζοζέ Σαραμάγκου», αποκρίθηκε εκείνη αντί χαιρετισμού. «Τα γενέθλιά μου είναι αύριο – και πραγματικά θα ξαφνιαζόμουν αν μου έγραφε ο Σαραμάγκου. Δυστυχώς έχει πεθάνει». «Αχ, λεπτομέρειες! Προφανώς αυτό δεν τον εμπόδισε να σας γράψει!» Μάλιστα, σκέφτηκε ο Περντί. Στην αιωνιότητα του θανάτου ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία πια, οπότε οι νεκροί δεν γερνάνε, και ασφαλώς μπορούν να γράφουν γράμματα. «Και τι γράφει ο Σαραμάγκου;» «Ότι αναλαμβάνετε την υποχρέωση τήρησης απορρήτου. Δεν πρέπει να πείτε σε κανέναν ότι υπάρχει συνέχεια μετά το Περί τυφλότητος και το Περί φωτίσεως: το Περί ονείρων». «Τι μου λέτε! Προφανώς το απόρρητο έχει τηρηθεί με απόλυτη επιτυχία στην περίπτωσή μας». «Μα δεν μου έχετε πει κουβέντα γι’ αυτό, κύριε Περντί! Θέλετε να μάθετε τι άλλο λέει το γράμμα;» «Εννοείτε το γράμμα που απευθύνεται προσωπικά σ’ εμένα; Ναι, με μεγάλη μου χαρά». Την Κλοντίν Γκιλιβέρ η ειρωνεία την επηρέαζε τουλάχιστον όσο και η μελαγχολία – δηλαδή, καθόλου. Η γειτόνισσα του Περντί στο Παρίσι αγαπούσε βαθιά τη ζωή, τη ζούσε χορεύοντας πάνω στα πολύχρωμα ψηλοτάκουνα πέδιλά της, κυνηγούσε με πάθος την ηδονή και τη διασκέδαση, πρόσφερε ζεστασιά και γενναιοδωρία ακόμη κι όταν δεν της τη ζητούσαν. Και επιθυμούσε διακαώς να είναι καλά πληροφορημένη. Προπάντων σε σχέση με τους γείτονές της στην οδό Μοντανιάρ 27 στο Παρίσι αλλά και με
ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 11 τον υπόλοιπο πολύτιμο κόσμο, που επίσης δεν είχε κανέναν λόγο να της δίνει αναφορά. Πέρα από την προτίμησή της στα φανταχτερά ψηλοτάκουνα παπούτσια και στους γοητευτικούς εραστές, τα τελευταία χρόνια η κυρία Γκιλιβέρ είχε αποκτήσει τη συνήθεια να παραλαμβάνει την αλληλογραφία του κυρίου Περντί και βεβαίως να διαβάζει ό,τι θεωρούσε πως δεν ήταν πολύ προσωπικό προτού του το στείλει στην Ντρομ. Μάλλον θα έπρεπε να της ξαναμιλήσει για τις λεπτές αποχρώσεις της έννοιας «πολύ προσωπικό» την επόμενη φορά που θα ταξίδευε στο Παρίσι για να δει τους γονείς του, οι οποίοι πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Από την άλλη πλευρά, η Κλοντίν Γκιλιβέρ ήταν η σύμμαχος που χρειαζόταν ο Περντί για να ξεθάβει τους θησαυρούς περασμένων εποχών: τα χειρόγραφα. Ενίοτε έφτανε μια στιγμή στη ζωή διάσημων άλλοτε συγγραφέων που ο κόσμος έλεγε γι’ αυτούς: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν καλή... στα νεανικά του χρόνια ήταν εξαιρετικός...», και μια μέρα τα βιβλία τους δεν επανεκδίδονταν πια και εξαφανίζονταν από τα καταστήματα κι από τη συλλογική αναγνωστική μνήμη – το έργο τους γινόταν αόρατο. Όμως είχαν πολλά χρόνια ακόμη μπροστά τους, και η κίνηση λογαριασμού της τράπεζας ήταν θλιβερή, τα παιδιά ή τα εγγόνια έκαναν σχέδια, οπότε έπρεπε να βρεθούν χρήματα. Και τότε οι συγγραφείς έβγαζαν στη φόρα κάτι πολύτιμο: τα αρχικά χειρόγραφά τους. Τα αυτούσια κείμενά τους, δίχως περικοπές και διορθώσεις, άλλοτε γραμμένα στο χέρι, άλλοτε δακτυλογραφημένα, άλλοτε εκτυπωμένα αλλά με δυσανάγνωστες χειρόγραφες σημειώσεις στις σελίδες, που αποκάλυπταν ότι ανάμεσα στις προτάσεις και στα κεφάλαια, στους μισοαναπτυγμένους χαρακτήρες, στις παρεκκλίσεις, στις παρεκβάσεις και στα αποσπάσματα
NINA GEORGE 12 από τα εργαστήρια γραφής όπου πήγαιναν για να προετοιμαστούν, κρυβόταν ένα αριστούργημα. Κανένα βιβλίο στον κόσμο δεν τυπώνεται όπως γράφεται αρχικά. Η ολοκλήρωση ενός βιβλίου σημαίνει ενοποίηση παραγράφων, μετακίνηση και διαγραφή λέξεων. Και οι επιμελήτριες ή οι επιμελητές αυτού του κόσμου είναι οι άνθρωποι που σμιλεύουν μαζί με τους συγγραφείς τα κείμενα, που τους βοηθούν να μετατρέψουν έναν συγκεχυμένο όγκο λέξεων σε έργο τέχνης όπως ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, και όχι απλώς σε ένα συνονθύλευμα τυπωμένο με μελάνι. Ο κύριος Περντί αναλάμβανε τη φύλαξη των άγνωστων αρχικών κειμένων, των σημειώσεων, των βιογραφικών σχεδιασμάτων, μέχρι να βρεθεί ένας θαυμαστής που ήταν διατεθειμένος να ορκιστεί μυστικότητα και να καταβάλει στον συγγραφέα ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, δίχως να έχει το δικαίωμα να αποκαλύψει σε οποιονδήποτε ότι είχε στην κατοχή του ένα μοναδικό έργο κάποιου λογοτεχνικού θρύλου. Αυτοί ήταν οι κανόνες. Υπήρχαν επίσης άνθρωποι που κρεμούσαν έναν Γκογκέν στην τουαλέτα τους ή που αγαπούσαν κάποιον από μακριά κι έπαιρναν σιωπηλά αυτή την αγάπη στον τάφο τους. Πάντως, ελάχιστοι ήταν σε θέση να έχουν στην κατοχή τους κάτι μοναδικό και να το αγαπούν χωρίς να κοκορεύονται γι’ αυτό. Και παραδόξως οι συγγραφείς ένιωθαν πανευτυχείς όταν ένα κομμάτι της ψυχής τους ζούσε με κάποιον που τους αγαπούσε πραγματικά και ενίοτε τους καταλάβαινε. Ωστόσο, δεν ήταν απαραίτητο αυτή η σχέση να απομυθοποιηθεί με μια άμεση γνωριμία. Γι’ αυτό υπήρχαν ο Ζαν Περντί και η κυρία Γκιλιβέρ. Ο Περντί είχε γίνει ένας διακριτικός μεσίτης μυστικών χειρογράφων. Ο Περντί είχε ξεκινήσει αυτή την εμπορική δραστηριότητα με ένα αντίγραφο του χειρογράφου του Σαναρί, το
ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 13 οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του διά της πλαγίας οδού. Με τη βοήθεια της Κλοντίν Γκιλιβέρ, της ειδικού τεκμηρίωσης σε έναν οίκο δημοπρασιών, η οποία έμενε στον τρίτο όροφο της οδού Μοντανιάρ 27, ο Περντί κατάφερε σύντομα να βρει έναν πλούσιο συλλέκτη για την πρώιμη εκδοχή του βιβλίου Τα φώτα του Νότου. Και όταν ο Περντί είχε φτάσει πια στο σημείο να του πουλήσει το κείμενο, έπειτα βεβαίως από ένα τεστ συναισθημάτων –μια πολύ μεγάλη συζήτηση για τον τρόπο που ο συλλέκτης οργάνωνε τη βιβλιοθήκη του, για το πώς αντιμετώπιζε τα παιδιά, τις γάτες και τα μυστικά–, η φήμη του ως εκκεντρικού εμπόρου χειρογράφων είχε εδραιωθεί. Μερικές φορές διεκδικούσαν το ίδιο πρωτότυπο χειρόγραφο δεκάδες συλλέκτες, αλλά ο Περντί επέλεγε εκείνον που κατά τη γνώμη του θα γινόταν ο καταλληλότερος εραστής, σύντροφος, φίλος και έμπιστος, μαθητής ή ασθενής του εκάστοτε έργου. Τώρα η κυρία Γκιλιβέρ ενημέρωνε τον Περντί ότι ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο μεγάλος ουτοπιστής που απεχθανόταν τη συμβατική στίξη, είχε αφήσει μια χρονοκάψουλα. Αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Και το Ινστιτούτο Θερβάντες στη Μαδρίτη, που στεγάζεται στο κτίριο της πάλαι ποτέ μεγαλύτερης τράπεζας της Ισπανίας, είχε μετατρέψει το θησαυροφυλάκιο και τις θυρίδες σε θησαυροφυλάκιο χειρογράφων· εξαιρετικοί συγγραφείς κατέθεταν ανέκδοτα κείμενα και άλλα κειμήλια που δεν θα ξανάβλεπαν το φως του ήλιου στον Νότο παρά μόνο δεκαετίες αργότερα. Αλλά και στη Νορβηγία συγγραφείς όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ παρέδιδαν ανέκδοτα χειρόγραφα στη «Βιβλιοθήκη του Μέλλοντος»· αυτά τα έργα θα τυπώνονταν πρώτη φορά το 2114 – σε χαρτί από δέντρα που μεγάλωναν για πάνω από εκατό χρόνια σε ένα προστατευόμενο δασάκι.
NINA GEORGE 14 Η χρονοκάψουλα του Σαραμάγκου, που φυλασσόταν σε ένα αλεξίπυρο χρηματοκιβώτιο, είχε ανοιχτεί την ημέρα που είχε ορίσει ο ίδιος. Περιείχε ένα πακέτο τυλιγμένο με καφετί χαρτί, δεμένο σφιχτά, μέσα στο οποίο θρόιζαν σελίδες, και ένα σημείωμα που έλεγε ότι το χειρόγραφο που βρισκόταν στο πακέτο έπρεπε να παραδοθεί –δίχως να ανοιχτεί, να διαβαστεί ή να αντιγραφεί– στον Ζαν Περντί, βιβλιοπώλη, στο Παρίσι. Το Ίδρυμα Σαραμάγκου στη Λισαβόνα είχε γράψει στον Ζαν Περντί στη διεύθυνση του σπιτιού του στην οδό Μοντανιάρ στο Μαρέ· στο λιμάνι Σανζ Ελιζέ κανείς δεν παραλάμβανε πλέον αλληλογραφία· το «Λογοτεχνικό Φαρμακείο», η μαούνα Λουλού, την οποία ο Περντί είχε μετατρέψει σε βιβλιοπωλείο, δεν ήταν πια αγκυροβολημένη εκεί. Πριν από μερικά χρόνια, η Σαμί και ο Κούνεο, φίλοι του Περντί, είχαν πάει το πλωτό βιβλιοπωλείο στο Εγκ-Μορτ στην Καμάργκ. Ζαν Περντί, βιβλιοπώλης, Παρίσι. Αυτά ακριβώς τα λόγια περιέγραφαν τη ζωή του επί τριάντα χρόνια. Τέσσερις λεξούλες που χωρούσαν στη χούφτα του. Και εκείνος είχε ανοίξει τη χούφτα κι είχε σκορπίσει τις λέξεις – έπειτα και τον ίδιο του τον εαυτό. «Έχουν επισυνάψει μια φωτογραφία των χειρόγραφων οδηγιών του Σαραμάγκου. Αγαπητέ μου, αυτή η ουρίτσα του γ του και εκείνα τα λ που μοιάζουν με φάρο είναι εξαιρετικά υποσχόμενα για μια γυναίκα που θα ήξερε πώς να συμπεριφερθεί σε έναν τέτοιο άντρα. Τι κρίμα που ο Ζοζέ είναι νεκρός πλέον. Πολύ θα ήθελα να τον είχα συναντήσει για ένα ποτηράκι πόρτο». Η Κλοντίν Γκιλιβέρ αναστέναξε· έβγαλε τον αναστεναγμό του ανθρώπου που έχει φαντασμαγορικές φαντασιώσεις και σαφώς πολύ λίγο χρόνο για να τις ζήσει όλες με τον δέοντα τρόπο.
ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 15 «Τότε μάλλον θα είχατε αφήσει ήσυχο τον Χάινριχ Χάινε στο μπαρ να κάνει τα ορνιθοσκαλίσματά του», παρατήρησε ο Περντί. «Ω, Θεέ μου», αναφώνησε η κυρία Γκιλιβέρ, «αυτοί οι άντρες με τα ορνιθοσκαλίσματά τους! Σπάνια ξέρουν πώς είναι μια κυρία πάνω και κάτω απ’ τη μέση. Σας έχω μιλήσει ποτέ για τον καθηγητή στη Σορβόννη; Γνώριζε τα πάντα για τη βαρύτητα, αλλά δεν είχε ιδέα πώς η έλξη ανάμεσα σε δύο σώματα μπορεί να...» «Ναι; Παρακαλώ; Νομίζω ότι σας έχασα για λίγο». Ο Περντί χτύπησε το ακουστικό με την ελπίδα να κόψει τη φόρα της κυρίας Γκιλιβέρ πριν η συνομιλία παρεκτραπεί. Παρά τα όσα του είχε προσφέρει η ζωή τα τελευταία χρόνια –την Κατρίν, τον Μαξ, τη Βικτοριά, τον Κούνεο, τη Σαμί–, ζούσε ακόμη μέσα του σε λανθάνουσα κατάσταση εκείνος ο μισοαπολιθωμένος άνθρωπος που απέφευγε επιμελώς να πλησιάσει τους άλλους. Όπως κι εκείνος που τακτοποιούσε τα τρόφιμα στο ντουλάπι με βάση το αρχικό τους γράμμα· και σε κάποια μισοσκότεινη γωνιά εκείνος που είχε πέντε πανομοιότυπα γκρι παντελόνια, πέντε λευκά πουκάμισα και πέντε ίδιες μαύρες γραβάτες. Είχε όλα τα προσόντα για να γίνει ερημίτης... Άλλος ένας αναστεναγμός από το Παρίσι. «Αχ, τι να σας πω. Παλιότερα μια γυναίκα καταλάβαινε αμέσως με ποιον είχε να κάνει όταν λάμβανε ένα γοητευτικό σύντομο σημείωμα. Ο γραφικός χαρακτήρας! Με τον γραφικό του χαρακτήρα ένας άντρας δεν μπορεί να κρύψει τίποτα, τίποτε απολύτως, ούτε την απληστία του ούτε την τρομερή παιδική του αφέλεια. Αλλά σήμερα, με αυτά τα πληκτρολογημένα μικροσκοπικά γράμματα... Θέλω να πω, οι λέξεις από μόνες τους δεν λένε τίποτα, μόνο ο γραφικός χαρακτήρας λέει τα πάντα. Πώς τα καταφέρνουν άραγε οι
NINA GEORGE 16 νέες γυναίκες σήμερα; Υπάρχουν άλλες μέθοδοι για να μη χαραμίζονται με έναν βαρετό τύπο; Ή μήπως η γλώσσα του έρωτα παραδέρνει σε συντομογραφίες και σε αυτά τα ανόητα εμότζι; Πιστέψτε με, θα σταματούσα να αναζητώ τις περιπέτειες και θα άρχιζα να πιστεύω στην αγάπη αν υπήρχε ακόμη έστω ένας τζέντλεμαν στον κόσμο». «Φοβάμαι ότι δεν είμαι ενήμερος για το τι κάνουν οι νεαρές γυναίκες ώστε να ξεσκαρτάρουν εγκαίρως τις απογοητευτικές καταστάσεις». Παρ’ όλα αυτά, ο Περντί γνώριζε πώς εξέφραζαν την αγάπη τους γενικώς οι νέοι άνθρωποι. Παρέμενε δύσκολο, είτε κρατούσες στιλό είτε κινητό τηλέφωνο. Πώς είχε παλέψει ο ίδιος στα δεκαέξι δεκαεπτά του, στην πρώτη του μεγάλη καψούρα για μια γυναίκα... και είχε καταφύγει στον Πάμπλο Νερούδα ή στη Μάσα Καλέκο για να τον βοηθήσουν: «Επειδή δεν είσαι εδώ, γράφω τη μοναξιά μου στο χαρτί...» Και δεν είχε στείλει ποτέ το σημείωμα. Η κυρία Γκιλιβέρ έβαλε τα γέλια. «Μπράβο σας, κύριε Περντί. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω κι εγώ. Δώστε στην Κατρίν τους χαιρετισμούς μου και τα σχετικά. Και σιγά μη σας έχουμε επιθυμήσει – ποιον, εσάς, ένα εγωιστικό τομάρι εκεί κάτω στον Νότο. Και, παρεμπιπτόντως, η κυρία μαμά σας τηλεφώνησε ξανά. Μυστήριο πράγμα όμως, σαν να ξεχνάει διαρκώς ότι δεν είστε πια εδώ. Ο Σαραμάγκου σας έρχεται με εξπρές». Και το έκλεισε. Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από ένα ωραιότατο βρισίδι το πρωί. Ο Ζαν χαμογέλασε και κατέβασε το ακουστικό. Θα επικοινωνούσε με τη μητέρα του αργότερα. Ο Περντί ένιωθε ότι οι γονείς του είχαν γεράσει απότομα τα τελευταία χρόνια. Μετά το διαζύγιο και τα τριάντα χρόνια που δεν ζούσαν μαζί, εξακολουθούσαν να διατηρούν τον βαθύ δεσμό τους μέσω του μοναχογιού τους
ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 17 του Ζαν, ο οποίος τις Κυριακές ανέκαθεν πηγαινοερχόταν σε αυτούς ως αγγελιοφόρος. Έτσι, είχαν συνεχίσει τους καβγάδες που έστηναν την ώρα του φαγητού –και με τους οποίους είχε μεγαλώσει ο Περντί– από απόσταση λίγων χιλιομέτρων και με χρονικά μετατοπισμένη, συμπυκνωμένη ένταση, την οποία μετέφερε ο Περντί ως αγγελιοφόρος, μετριασμένη ανάλογα με την κατάσταση. Τι είχε πει γρυλίζοντας η μητέρα του η Λιραμπέλ; «Η φροντίδα και το ενδιαφέρον δεν τελειώνουν με κάτι τόσο κοινότοπο όσο ένα διαζύγιο». Μετά τον γάμο του Μαξ και της Βικτοριά, η αριστερή διανοούμενη Λιραμπέλ, με τις συντηρητικές αρχές της αστής καθηγήτριας και το φεμινιστικό επαναστατικό πνεύμα του ’68, και ο επιρρεπής στις απολαύσεις, προλετάριος σιδηρουργός Ζοακέν έμειναν ξανά μαζί. «Ως συγκάτοικοι. Ξεχωριστά υπνοδωμάτια, ξεχωριστός προϋπολογισμός για το νοικοκυριό, ξεχωριστή τηλεφωνική σύνδεση. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε θέμα», είχε τονίσει η μητέρα του Ζαν. «Εξάλλου, κάποιος πρέπει να φροντίζει τον πατέρα σου». «Για τη μητέρα σου ο ρομαντισμός ήταν πάντα ένα λογοτεχνικό ρεύμα και τίποτε άλλο», είχε ψιθυρίσει ο πατέρας του. «Όμως κάποιος πρέπει να τη φροντίζει». «Σε καμία περίπτωση, μην ανησυχείς, ζήσε επιτέλους τη ζωή σου», του είχαν πει μ’ ένα στόμα μια φωνή όταν τους πρότεινε να μετακομίσει ξανά στο Παρίσι. Πλησίαζαν και οι δύο τα ογδόντα. Και είχαν γίνει απίστευτα διακριτικοί· ούτε η μητέρα του του έλεγε πώς ήταν ο πατέρας του ούτε ο πατέρας του τι έκανε η μητέρα του. Σαν να είχαν κάνει μια συμφωνία: όχι λεπτομέρειες, ιδίως όχι τις δυσάρεστες. Τα κάνουν αυτά οι γονείς. Δεν θέλουν να σπάνε τα νεύρα των παιδιών τους. Και μερικές φορές ήταν τρομα-
NINA GEORGE 18 κτικό για εκείνους να γερνούν. Μαζί με όλα τα άλλα νυχτερινά όνειρα έβλεπαν στον ύπνο τους τόσο πολλά από το παρελθόν, από τα πολύ παλιά χρόνια· ολοένα και πιο συχνά έβλεπαν όνειρα για τα περασμένα, σαν να ακολουθούσαν ξανά, βήμα βήμα, όλη τη μακρά πορεία της ύπαρξής τους. Για να μη μιλήσουμε για τους πόνους! Και για το πόσο γρήγορα σου κόβεται η ανάσα μόνο και μόνο επειδή σηκώνεσαι από την καρέκλα. Ο Περντί έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Άκουσε το μηχανάκι της Φρανσίν Μπονέ πολύ κοντά· πρέπει να είχε φτάσει πλέον στο ύψος όπου βρίσκονταν οι τρούφες. Επομένως, του απέμενε ελάχιστος χρόνος για να περιπλανηθεί στις αναμνήσεις του: να επισκεφτεί στα γρήγορα τα παιδικά του χρόνια, όταν η μητέρα του η Λιραμπέλ, κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι, πήγαινε στις γυναικείες ομάδες στο βιβλιοπωλείο Shakespeare & Company, όπου συζητούσαν για το μέλλον, τις μορφές διαμαρτυρίας και τα γυναικεία παντελόνια – αλλά και για να προετοιμαστεί να παραλάβει την επιστολή του ανθρώπου που τον είχε κάνει να γράψει για το μόνο πράγμα στο οποίο ήταν πραγματικά καλός: το διάβασμα· και το να σβήνει τη δίψα για διάβασμα όσων δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς βιβλία. Με έναν τρόπο που θύμιζε πολύ τη μαγεία, και με διαφορά τριάντα πέντε χρόνων, η μητέρα του Περντί και ο Ζοζέ Σαραμάγκου είχαν επηρεάσει τις δραστηριότητές του. Οδός ντε λα Μπουσρί 37. Shakespeare & Company, Μάιος 1968. Ήταν τότε επτά χρονών και μόλις είχε αρχίσει να διαβάζει μόνος του. Το βιβλιοπωλείο στο οποίο εκείνη την εποχή η αστυνομία είχε απαγορεύσει να πουλάει βιβλία εξαιτίας της στάσης του Τζορτζ Γουίτμαν ενάντια στον πόλεμο είχε φανεί στον Ζαν σαν το νησί των
ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 19 θαυμάτων. Έξω οι φοιτητές που ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν τις πορείες διαμαρτυρίας και μέσα η μυρωδιά από τσάι και τηγανίτες, από τον καπνό των τσιγάρων. Η μυρωδιά της λαχτάρας για αλλαγή. Πώς είχαν εντυπωθεί μέσα του οι τοίχοι που ήταν γεμάτοι βιβλία, τα σκαλοπάτια που έτριζαν, στα οποία κάθονταν οι δημιουργοί και παρουσίαζαν αποσπάσματα από τα ανέκδοτα κείμενά τους. Εκεί διοργανώνονταν γυναικείες βραδιές, στις οποίες τον έσερνε η Λιραμπέλ, black power meetings, αναγνώσεις ποίησης. Οι άνθρωποι μιλούσαν για γεγονότα που παρουσιάζονταν σε βιβλία και που έφεραν τον Ζαν στον κόσμο με ένα μεγάλο μπαμ. Εκεί ακριβώς ήθελε να ζήσει. Εκεί ήθελε να είναι. Ήθελε να ρουφήξει ό,τι υπήρχε στον κόσμο μέσα από τα βιβλία. Δίψα για διάβασμα Την πείνα την αντέχει κανείς μερικές εβδομάδες, η άσβεστη δίψα όμως οδηγεί στον θάνατο σε τρεις μέρες· το σώμα αφυδατώνεται, γεμίζει άλατα και τελικά εξοντώνεται από τις ίδιες του τις τοξίνες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα συμπτώματα της δίψας για διάβασμα: Όταν αντικρίζετε έναν άνθρωπο με συμπτώματα όπως νευρικότητα, εξάντληση, ανησυχία, έλλειψη συγκέντρωσης, υπερδιέγερση, ολοένα πιο βαθιά και βαριά μελαγχολία και, κυρίως, νυχτερινές αφυπνίσεις που ακολουθούνται από σκέψεις που γυρίζουν σαν σβούρα στο μυαλό, χωρίς στόχο, χωρίς λύση, τότε αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια άμεσα και αποφασιστικά· βοήθεια μέσω σταθερής παροχής λογοτεχνίας, που απελευθερώνει τον δι-
NINA GEORGE 20 ψασμένο από όσα έχουν συσσωρευτεί μέσα του –στην ψυχή του, στις σκέψεις, στις αισθήσεις του, ακόμη και στις περιοχές του σώματός του που επηρεάζονται από τα συναισθήματα, στον αυχένα, στο στομάχι, στην πλάτη, στα γόνατα– και τον δηλητηριάζουν αργά αλλά σταθερά. Όλα αυτά μπορεί να σας φαίνονται σαν υπερβολική περιγραφή κάποιου συνηθισμένου συνδρόμου των μεγαλουπόλεων, όμως, ως βιβλιοπώλες και λογοτεχνικοί φαρμακοποιοί, θα αντιμετωπίζετε πιο συχνά αυτή την ψυχική ασθένεια που ονομάζεται δίψα για διάβασμα. Για αρχή προτείνω τα εξής: Αλμπέρτο Μανγκέλ: Η ιστορία της ανάγνωσης Μαρσέλ Προυστ: Ημέρες ανάγνωσης Πάουλ Μάαρ: Περί ανάγνωσης και γραφής Και αν είστε περισσότερο οπαδοί της βιοχημείας, της νευρολογίας και άλλων συναφών γνώσεων, ή της ιστορίας της συλλογής και κατοχής βιβλίων: Στανισλάς Ντεχαέν: Ανάγνωση – Η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας και τι συμβαίνει στο μυαλό μας κατά τη διαδικασία. Ο διψασμένος δεν πρέπει να βγαίνει από το μαγαζί με λιγότερα από πέντε βιβλία. Πηγή: Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια των Μικρών Συναισθημάτων
21 Κεφάλαιο 2 Φρανσίν κατέβηκε από το κίτρινο σκούτερ, έβαλε το σταντ, σήκωσε το χέρι της και καταπιάστηκε με το κουτί μεταφοράς. Έβγαλε σβέλτα από μέσα δύο μεγάλους φακέλους και μια καρτ ποστάλ, και, λέγοντας «ουφ, είμαι πολύ μεγάλη για τέτοιες καιρικές συνθήκες», αντάλλαξε την παράδοση με ένα ποτήρι παγωμένη λεμονάδα που της πρόσφερε ο Περντί. «Οι φίλοι σας η Σαμί και ο Κούνεο έρχονται για τα γενέθλιά σας», είπε κι έκανε αέρα με την καρτ ποστάλ. «Ο Σάλβο σας γράφει ότι πρέπει να ανοίξετε το παστίς. Μυρίζομαι μπουγιαμπέσα, τι λέτε κι εσείς; Ξέρετε με τι κρασί θα τη συνοδεύσετε; Ο κουνιάδος μου στην άλλη πλευρά του Βεντού έχει κάτι να προτείνει ως προς αυτό». Έβγαλε δύο μπουκάλια λευκό κρασί από το κουτί. Ε, ναι! Η κυρία Γκιλιβέρ και η Φρανσίν Μπονέ θα γίνονταν καλές φίλες· τόσο για τη μία όσο και για την άλλη οι λέξεις «επιστολή» και «μυστικό» έμοιαζαν να προέρχονται από δύο εντελώς ανεξάρτητα σύμπαντα. Ο Περντί φαντάστηκε την πρώτη τους συνάντηση. Η κυρία Γκιλιβέρ, πολύ Παριζιάνα, η κυρία Μπονέ, πολύ Προβηγκιανή, και η ατμόσφαιρα θα άστραφτε από την ευδαιμονία. Η φιλία σπάνια εξαρτιόταν από τα χρόνια γνωριμίας. Κάποιες φορές δύο άνθρωποι κοιτάζονταν και έπιαναν μια κουβέντα που είχε αρχίσει αιώνες πριν. Με τη Φρανσίν συζήτησαν τι άλλα εδέσματα θα υπήρχαν στα γενέθλιά του, στα οποία θα παρευρίσκονταν όχι Η
NINA GEORGE 22 μόνο ο σεφ και χορευτής ταγκό Σαλβατόρε Κούνεο και η Σαμί, ή Σαμάνθα Λε Τρεκεσέ, τέως πρόεδρος της Συντεχνίας των Βιβλίων του Κιουζερί, αλλά και ο συγγρα- φέας Μαξ Ζορντάν με τη σύζυγό του, την οινοποιό Βικτοριά, το γένος Μπασέ (ή το γένος Περντί, όμως αυτό ήταν κάτι που ο Ζαν δεν είχε ρωτήσει). Επίσης, μίλησαν για τα κρασιά του κουνιάδου της Φρανσίν στην άλλη πλαγιά του ψηλότερου βουνού της Προβηγκίας, για τον καιρό γενικώς και ειδικώς, για το χωριό και για το τελευταίο βιβλίο που διάβαζαν – η Φρανσίν διάβαζε Ιρέν Νεμιρόφσκι, κατόπιν συμβουλής του Περντί, για να καταπραΰνει τα συμπλέγματα κατωτερότητάς της απέναντι στις αστικές οικογένειες με τα πάρα πολλά χρήματα και την πολύ μικρή καρδιά. Μετά ο Περντί επέστρεψε στη βεράντα με τα δέματα από το ταχυδρομείο. Είχε ζαλιστεί από την τόσο πολλή επικοινωνία με τα τόσο περίπλοκα άλματα από το ένα θέμα στο άλλο. Αυτό τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο καιρό είχε ήδη περάσει με την Κατρίν εδώ πάνω, μόνοι οι δυο τους, σε μια κατάσταση αυτάρκους συντροφικότητας. Χωρίς ρολόγια. Χωρίς άλλους. Και συχνά χωρίς πολλές κουβέντες· καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο με τα μάτια και την εγγύτητά τους. Διάβασε στα πεταχτά την επιστολή από το Ίδρυμα Σαραμάγκου. Το Περί ονείρων έπρεπε να παραδοθεί στον έναν και μοναδικό άνθρωπο, ο οποίος, όπως αινιγματικά –ως συνήθως– το είχε θέσει ο Σαραμάγκου, «είναι σε θέση να περιγράψει ένα όνειρο χωρίς να το καταστρέψει». Ο Σαραμάγκου, λοιπόν. Το 2006 ο Πορτογάλος συγγραφέας είχε βρεθεί ξαφνικά στο Λογοτεχνικό Φαρμακείο, το πλωτό βιβλιοπωλείο του Ζαν Περντί. Ένας άντρας γύρω στα ογδόντα με βαρύ
ΤΟ ΠΛΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΡΝΤΙ 23 βήμα, δασιά φρύδια και γυαλιά πατομπούκαλα. Ήταν ένα φωτεινό καλοκαιρινό μεσημέρι. Ο Σαραμάγκου πάλευε να πάρει ανάσα. «Δεν είναι φαρμακείο εδώ;» είχε ρωτήσει ξέπνοος με αμηχανία. Οι λέξεις «pharmacie littéraire» τον είχαν παραπλανήσει. Ο Περντί είχε οδηγήσει τον συγγραφέα στην πολυθρόνα, στη δροσερή σκιά δίπλα στο μεγάλο φινιστρίνι που έβλεπε στον Σηκουάνα, του είχε φέρει μια καράφα νερό και ένα ποτήρι και του είχε δώσει χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι είχε βρεθεί σε ένα πλωτό βιβλιοπωλείο. «Θα θέλατε να μείνει ο κόσμος απέξω για λίγο;» είχε ρωτήσει ο Περντί. Τα βλέφαρα του Σαραμάγκου είχαν σαλέψει πίσω από τα γυαλιά του. Ο Περντί είχε τοποθετήσει το χοντρό κόκκινο σχοινί στην είσοδο, fermé –«κλειστό»–, και είχε συνεχίσει σιωπηλά τη δουλειά του. Οι παραγγελίες και το στοκ είχαν διευθετηθεί γρήγορα. Οι τακτικοί πελάτες του είχαν πάει διακοπές στη Νορμανδία, στο Κασί ή στις κατασκηνώσεις γυμνιστών στην Οβέρνη· ή είχαν κάνει εξατομικευμένη συνδρομή, σίγουροι ότι ο λογοτεχνικός φαρμακοποιός από το Παρίσι θα τους έστελνε κάθε δεκαπενθήμερο ένα βιβλίο ειδικά επιλεγμένο για τη συναισθηματική τους κατάσταση, το οποίο θα προστίθετο στη βιβλιοθήκη τους με το αναγνωστικό-φαρμακευτικό υλικό. Από την άλλη, οι τουρίστες ενδιαφέρονταν για οδηγούς πόλεων, καρτ ποστάλ ή για τις βεντάλιες από σελίδες βιβλίων που ο Ζαν Περντί παράγγελνε σε έναν συνταξιούχο βιβλιοδέτη – δεν άντεχε να βλέπει τα βιβλία να πωλούνται για πενταροδεκάρες. Τα κακέκτυπα ή τα αντίτυπα που έμεναν στα αζήτητα προτιμούσε να τα μετατρέπει σε βεντάλιες.
www.klidarithmos.grRkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==