Έρωτας από το πουθενά

Έρωτας από το πουθενά 25 ότι δεν απλώς βαρύς, ήταν γενικά αρκετά σωματώδης. Παρόλο που δεν περπατούσε σκυφτός, ήταν εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως είχε ύψος ένα και ογδόντα και πως ήταν ολοφάνερα πολύ πιο βαρύς από εμένα. Βογκούσε σιγανά, καθώς ανέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια της βεράντας και χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι, αφού δεν ήθελε να καλέσω την αστυνομία, έπρεπε να σεβαστώ την επιθυμία του. Παρόλο που τον είχα για πολύ ηλίθιο και θεωρούσα ότι υπήρχε περίπτωση να πεθάνει από τα τραύματά του. Δεν κατάφερα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό μια τελευ- ταία φορά, αφού με έτρωγε η έγνοια. «Πρέπει πραγματικά να πας να σε κοιτάξουν». «Δεν χρειάζεται να με κοιτάξουν», επέμενε εκείνος με τον θρασύτερο τόνο που είχα ακούσει ποτέ. Προσπάθησες, Ντι. Προσπάθησες. Υπήρχε μια μεταλλική πόρτα ασφαλείας μπροστά από την κανονική ξύλινη πόρτα και ο γείτονάς μου άπλωσε το χέρι για να ανοίξει την πρώτη και μετά τη δεύτερη πόρτα, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι με εμένα στο κατόπι. Καθώς περπατούσε σκουντου- φλώντας, βογκώντας στην πορεία, όλα τα φώτα ήταν κλειστά. Ενόσω ο μεθυσμένος και χτυπημένος άντρας συνέχισε να προχω- ράει παραπαίοντας, εγώ δεν διέκρινα ούτε τη μύτη μου. Πατούσα με γυμνά πόδια στο χαλί και ευχήθηκα να μην υπήρχαν τίποτα βε- λόνες πεταμένες εδώ κι εκεί. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ακούστηκε ένας γδούπος και ύστερα ένα διπλό κλικ, πριν ανάψει ένα πορτατίφ. Τότε αντίκρισα έναν από τους χειρότερους εφιάλτες μου. Το σπίτι του ήταν πραγματικό αχούρι . Πάνω στον καναπέ και τις δύο ανακλινόμενες πολυθρόνες του καθιστικού υπήρχαν στοίβες από ρούχα, καθαρά ή άπλυτα. Στον τοίχο ήταν αναρτημένη μια τεράστια τηλεόραση, με σειρές καλωδίων να κρέμονται κάτω που τη συνέδεαν με δύο γνώριμες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTk1OTAxMA==