Ένα αστέρι τη νύχτα

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ 29 διών τους, των παιδιών της. Της είχε δώσει εκείνη την υπόσχεση την ώρα που ξεψυχούσε, αλλά δυσκολευόταν ήδη να την κρατήσει. Μέσα του ένιωθε στεγνός σαν άμμος. Η δεκαεξάχρονη Μάρα κα- θόταν εξίσου άκαμπτη δίπλα του, με τα χέρια της ενωμένα στην ποδιά της. Δεν είχε γυρίσει να τον κοιτάξει για ώρες, ίσως και για μέρες. Ο Τζόνι ήξερε ότι έπρεπε να γεφυρώσει το χάσμα, να την αναγκάσει να επικοινωνήσει, αλλά όταν την κοιτούσε, έχανε το θάρρος του. Το πένθος και των δυο τους μαζί έμοιαζε με βαθιά, σκοτεινή θάλασσα. Και έτσι ο Τζόνι καθόταν με τα μάτια του να καίνε και σκεφτόταν: Μην κλάψεις. Να φανείς δυνατός. Έκανε το λάθος να ρίξει μια ματιά στα αριστερά του, στο μεγάλο καβαλέτο με τη φωτογραφία της Κέιτ. Ήταν νεαρή μη- τέρα τότε, στεκόταν στην παραλία μπροστά στο σπίτι τους στο νησί Μπέινμπριτζ, ο αέρας έπαιρνε τα μαλλιά της, το χαμόγελό της ήταν φωτεινό σαν φάρος μέσα στη νύχτα και είχε ανοίξει την αγκαλιά της διάπλατα για να καλωσορίσει τα τρία παιδιά που έτρεχαν προς το μέρος της. Του είχε ζητήσει η ίδια να βρει εκείνη τη φωτογραφία, ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένοι αγκα- λιά. Όταν ο Τζόνι άκουσε τι του ζητούσε, κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτό. Όχι ακόμη , είχε μουρμουρίσει στο αυτί της, χαϊ- δεύοντας το γυμνό κεφάλι της. Δεν του το είχε ξαναζητήσει. Και βέβαια δεν το είχε κάνει. Ακόμα και στο τέλος, ήταν η πιο δυνατή, εκείνη που τους προστάτευε όλους με την αισιο- δοξία της. Πόσες λέξεις είχε συσσωρεύσει στην καρδιά της για να μη στενοχωρήσει τον Τζόνι εκδηλώνοντας τον φόβο της; Πόσο μόνη ένιωθε; Θεέ μου. Είχε πεθάνει μόλις δύο μέρες πριν. Δύο μέρες και εκείνος ήθελε ήδη μια δεύτερη ευκαιρία. Ήθελε να την αγκαλιάσει ξανά και να της πει: Πες μου, μωρό μου, τι φοβάσαι;

RkJQdWJsaXNoZXIy NTg2Njg=