Αργότερα

ΑΡΓΟΤΕΡΑ 27 «Εντάξει.» Έβαλα πλώρη για την κάμαρά μου, αλλά στα μισά σταμάτησα. «Άφησε τα δαχτυλίδια της στο επάνω ρά- φι της ντουλάπας του χολ, πίσω από κάτι λευκώματα.» Η μητέρα μου με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Γιατί να τα βάλει εκεί;» «Τη ρώτησα και είπε ότι δεν ήξερε. Είπε ότι εκείνη την ώρα οι σκέψεις της είχαν ήδη πνιγεί στο αίμα.» «Ω Θεέ μου», ψιθύρισε η μαμά τρίβοντας τον σβέρκο της. «Πρέπει να σκεφτείς έναν τρόπο να του το πεις όταν πάμε για φαγητό. Έτσι, θα πάψει να στενοχωριέται για τα δαχτυλίδια. Μπορώ να φάω κοτόπουλο Τζένεραλ Τσο’ς;» «Ναι», είπε η μαμά. «Με καστανό ρύζι, όχι άσπρο.» «Καλά-καλά-καλά», είπα και πήγα να παίξω με τα Lego μου. Έφτιαχνα ένα ρομπότ. 3 Το διαμέρισμα των Μπέρκετ δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο το δικό μας, αλλά ήταν συμπαθητικό. Μετά το φαγητό, τη στιγμή που ανοίγαμε τα τυχερά μπισκοτάκια μας (το δικό μου έλεγε Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά , κάτι που δεν έβγαζε νόημα), η μαμά είπε: «Μάρτι, έψαξες μέσα στις ντουλάπες; Για τα δαχτυλίδια;» «Μα γιατί να αφήσει τα δαχτυλίδια της μέσα στην ντουλάπα;» Αρκετά λογική η ερώτηση. «Να, λόγω της συμφόρησης, ίσως να μη σκεφτόταν πο- λύ καθαρά.» Τρώγαμε στο μικρό στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας. Η κυρία Μπέρκετ καθόταν σ’ ένα από τα σκαμπό του πάγκου κι όταν το είπε αυτό η μαμά, εκείνη κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι συγκατανεύοντας.

RkJQdWJsaXNoZXIy NTg2Njg=