Θράσσα

15 Κομοτηνή, συνοικία Βορειοθρακών (Καβακλιώτικα) [2008] Χ ΈΡΙΑ ΡΟΖΙΑΣΜΈΝΑ ξεκλειδώνουν χωρίς βιασύνη ένα ξυλόγλυπτο σεντούκι. Μια βυζαντινή εικόνα απο - σπασμένη από τέμπλο πολύτιμου ναού αναζητά να ξα - ναδεί το φως του καντηλιού που από χρόνια έχει πάψει να φωτίζει τις ιερές μορφές της. Υφαντά από φίνο μαλλί και παλιά ασήμια παίρνουν τις πρώτες ανάσες τους. Με - ταξωτά σουφλιώτικα και μια δαντέλα κεντημένη από επι - δέξιες Θρακιώτισσες κεντήστρες στενάζουν βαριές θύμη - σες. Η μυρωδιά της μνημοσύνης πνίγει το σκοτεινό δω - μάτιο. Μυρωδιά ναφθαλίνης και ψευδαισθήσεων. Βαριά, πνιγερή σαν την Ιστορία. Τα μάτια της θέλουν να κλάψουν, μα στους γέρους τα δάκρυα δεν κυλούν εύκολα. Κρατάει στα χέρια τη σαρα - κοφαγωμένη εικόνα και βυθίζεται στη θλίψη. Έχει ζήσει πολύ και η μνήμη της ξεθώριασε, το θυμικό κουράστηκε. Κουβαλάει στην πλάτη της ολόκληρο αιώνα και νιώθει πως έφτασε η ώρα της να φύγει. Ακούει τις φωνές των δικών της να την καλούν κοντά τους και αδημονεί να τους χαρεί. Τη λένε Λένη, είναι η κόρη του σπετσιέρη κι αυτή εί - ναι η ιστορία των προγόνων της.

RkJQdWJsaXNoZXIy NTg2Njg=