Άλμα - page 12

16
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
Οι παραμάνες μού δίνουν τα παπούτσια λέγοντάς μου λόγια
συμπάθειας, με φωνάζουν με το όνομά μου, Ντοντό, και ποτέ
Φέ’σεν Κου ντε ρος· μερικές φορές μού κάνουν πλάκα, παρι-
στάνουν τις ερωτευμένες, ότι τάχα είμαι το αγόρι τους, γελάνε,
φαίνονται τα άσπρα δόντια τους και μου δίνουν τα παπούτσια.
Μετά εγώ φεύγω, πάω μακριά, στα βουνά και στ’ άγρια όρη,
περπατάω με μεγάλα βήματα στην άκρη του δρόμου, τα αυτο-
κίνητα κορνάρουν, ακούω τα φρένα των λεωφορείων και των
φορτηγών να στριγκλίζουν, κάποιοι μου φωνάζουν: «Έι, Ντο-
ντό!» Περπατάω ώρα, κουράζομαι και κάθομαι στην κατηφο-
ριά στα πλαϊνά του δρόμου. Αγναντεύω τα βουνά, τα βροχερά
σύννεφα, καμιά φορά κοιτάζω πέρα μακριά τη θάλασσα, από
τη μεριά του Κάστρου, και βλέπω τον ήλιο που αστράφτει πά-
νω στα κύματα.
Στο τέλος καταλήγω πάντα στην Άλμα. Περνάω απ’ όλες τις και-
νούριες γειτονιές, εδώ έχει πολλή νεολαία, φοιτητές, τραπεζοϋ-
παλλήλους· εδώ δεν με ξέρει κανείς, είναι ένας άλλος, καινούριος
κόσμος. Διασχίζω τη γέφυρα του Καταρράκτη ή παίρνω έναν
δρόμο με ζαχαροκάλαμα που περνάει από το Μινισί, μετά ακο-
λουθώ το ποτάμι περπατώντας στην άκρη της χαράδρας, εκεί
που ο ήλιος σε τυφλώνει. Φτάνω στη Βαλέτα, περνάω κάτω από
τη γέφυρα και, περπατώντας στις όχθες της λίμνης, φτάνω ως
τις παλιές γραμμές του τρένου. Μ’ αρέσει να ’ρχομαι εδώ, δεν
υπάρχει ψυχή ζώσα. Μόνο πότε πότε πετυχαίνω καμιά γριά που
μαζεύει χαμόκλαδα για τη φωτιά ή κανέναν καλλιεργητή που
σέρνει τα βήματά του κρατώντας μια μποτίλια αράκ.
4
Στη λίμνη
κοντά τα σκυλιά γαβγίζουν. Τα φοβάμαι τα σκυλιά αυτά, είναι
κάτι μικρά καφετιά σκυλιά που δαγκώνουν. Σταματάω εκεί. Το
πρωί, δίπλα στο νερό, έχει δροσιά, κι εγώ παραμονεύω για να δω
τις λιβελούλες. Μαζεύω χαλικάκια και περιμένω. Ψάχνω να βρω
4
Σ.τ.Μ.
: Τοπικό ποτό, είδος ούζου.
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14,15,16,17,18,19,20
Powered by FlippingBook