ΝΑΓΙΑ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
18
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
«Άλλος για το Ξενοδοχείο!» φώναζε ένας νεαρός που
φρόντιζε την ομαλή μεταβίβαση των εκατοντάδων ενδιαφε-
ρομένων στο προσωρινό κατάλυμα, που θα τους παρείχε δω-
ρεάν στέγη και τροφή για πέντε μέρες, μέχρι να σταθούν στα
πόδια τους. «Όποιος προλάβει! Οι θέσεις λιγοστεύουν!»
Μέσα από το πρώτο βαγόνι η Ρόζα είδε να τη χαιρετούν
με ενθουσιασμό δύο καρβουνοβαμμένοι θερμαστές που είχε
γνωρίσει στο καράβι. Τα χειροδύναμα δίδυμα αδέλφια είχαν
περάσει το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού μέσα στην πυρα-
κτωμένη ατμόσφαιρα του λεβητοστασίου τροφοδοτώντας διαρ-
κώς με κάρβουνο τις μηχανές και τώρα θα αναζητούσαν την
τύχη τους στην Αργεντινή. Θυμήθηκε τα πειράγματα του ενός
και χαμογέλασε ανεπαίσθητα. «Να είστε καλά! Καλή τύχη!»
τους φώναξε με τον ίδιο ενθουσιασμό και συνέχισε τον δρόμο
της ανάμεσα στο πλήθος αναλογιζόμενη τη δική της τύχη. Τα
είχε καταφέρει άραγε; Είχε κατορθώσει να περάσει το λιμάνι,
όμως είχε ακόμη δρόμο μπροστά της. Εγκλωβισμένα στις απο-
βάθρες, τα φαντάσματα όλων εκείνων που δεν τα είχαν κατα-
φέρει ούρλιαζαν απελπισμένα.
Η πολυκοσμία τής προκάλεσε μεγάλη σύγχυση. Κοντο-
στάθηκε σε ένα ξύλινο κασόνι με φόντο πολύχρωμα σημαιά-
κια που είχαν στηθεί ως μέρος της γιορτής του καλωσορί-
σματος του νέου εμπορεύματος, έμψυχου και άψυχου μαζί.
Ελευθέρωσε το μαντίλι της και άφησε τις μπούκλες της να
ξεχυθούν ατίθασα στους ώμους της. Ένα γλυκό αεράκι έφερε
τα μαλλιά της στο πρόσωπο και της γαργάλησαν ελαφριά τη
μύτη. Δίχως να το καλοσκεφτεί, έτεινε το χέρι της, έκοψε ένα
ξερό φυλλαράκι από έναν γέρικο, ταλαιπωρημένο θάμνο και
το έλιωσε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Θυμήθηκε φευγαλέα τη
μυρωδιά του θυμαριού, το άρωμα της πατρίδας της, και η
καρδιά της χτύπησε δυνατά. Στο μυαλό της εικόνες από ξε-
ρόκαμπους, κίτρινους αγρούς με σταροχώραφα, φραγκοσυ-