15
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
32
παρηγορεί μονάχα να μετρώ όσους ακόμα δεν φεύγουν,
όσους γερνούν μαζί μου…»
Χωμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα, φθαρμένη από την
πολυκαιρία και τη χρήση, ο Σουρινάγα χάιδεψε τα μπρά-
τσα του επίπλου, όπως άλλοι άντρες χαϊδεύουν τα μπρά-
τσα μιας γυναίκας. Σ’ εκείνα τα μακριά και λευκά δάχτυλα
υπήρχε μια ηδονή μεγαλύτερης διάρκειας, σαν να έλεγε ο
δικηγόρος: «Η σάρκα φθείρεται, το έπιπλο παραμένει. Επι-
λέξτε εσείς ποιο από τα δύο δέρματα προτιμάτε…»
Το αφεντικό καθόταν κοντά σ’ ένα τζάκι που έκαιγε
μέρα νύχτα, ακόμα κι αν έκανε ζέστη, λες και το κρύο ήταν
μια ψυχική κατάσταση, κάτι ενσωματωμένο στην ψυχή
του Σουρινάγα, ένα είδος πνευματικής θερμοκρασίας.
Είχε πρόσωπο λευκό, όπου διακρινόταν το δίχτυ από
γαλάζιες φλέβες· μια όψη διάφανη, αλλά υγιής, παρόλο
τον λεπτοδουλεμένο ιστό αράχνης από ρυτίδες, που α-
πλώνονταν από το αραιοκατοικημένο κρανίο μέχρι το
καλοξυρισμένο πιγούνι, σχηματίζοντας μικρές δίνες γε-
ρασμένης σάρκας γύρω από τα χείλη και παχιές κουρτί-
νες στο βλέμμα, το οποίο παρόλα αυτά ήταν ξύπνιο και
βαθύ –ίσως ακόμα περισσότερο επειδή το ηττημένο δέρ-
μα του έκανε να βυθίζονται μέσα στο κρανίο του δύο πο-
λύ μαύρα μάτια.
«Σας αρέσει το σπίτι μου, κύριε συνάδελφε;»
«Φυσικά, δον Ελόι.»
«A dreary mansion, large beyond all need…»
1
επανέ-
λαβε μ’ ένα σπάνιο ύφος ονειροπόλησης ο γηραιός δικη-
1
Σ.τ.Ε
.: Στα αγγλικά,
Μια θλιβερή έπαυλη, απ’ όσο χρειάζεται πολύ πιο μεγάλη
.