Page 17 - 84061-dyolexeis

Basic HTML Version

21
Σιχαινόταν τον εαυτό του καθώς τα σκεφτόταν όλ’ αυτά.
Αν ήξερε ο πατέρας του ότι σκεφτόταν μ’ αυτόν τον τρόπο,
θα τον έλεγε αδερφούλα. Δυνατά αυτή τη φορά. Αν το ήξερε η
γιαγιά του, θα του έριχνε σφαλιάρα.
Πού πήγαν οι τρόποι σου;
θα του έλεγε.
Είναι τρόπος αυτός να φέρεσαι σε κάποια που την
έχει εγκαταλείψει η τύχη της;
Αλλά ο Παρκ δεν είχε περίσσευμα τύχης –ή κύρους– για να
το προσφέρει στη χαζή κοκκινομάλλα. Η τύχη του ίσα που έ-
φτανε για να κρατά τον ίδιο μακριά από προβλήματα. Και πα-
ρόλο που ήξερε ότι ήταν ελεεινό εκ μέρους του, ένιωθε αγαλλί-
αση που υπήρχαν άνθρωποι σαν εκείνο το κορίτσι. Γιατί υπήρ-
χαν και άνθρωποι σαν τον Στιβ, τον Μάικι και την Τίνα, και
κάποιος έπρεπε να γίνει η βορά τους. Αν δεν ήταν η κοκκινο-
μάλλα, τότε θα ήταν κάποιος άλλος. Και αν δεν ήταν κάποιος
άλλος, θα ήταν ο Παρκ.
Ο Στιβ το είχε αφήσει να περάσει έτσι εκείνο το πρωί, αλλά
αυτό δεν θα συνεχιζόταν για πολύ…
Ο Παρκ άκουγε και πάλι τη φωνή της γιαγιάς του να λέει:
Σοβαρά, αγόρι μου, σκοτίζεσαι επειδή έκανες κάτι ευγενικό όταν
οι άλλοι παρακολουθούσαν αμέτοχοι;
Δεν ήταν και τόσο ευγενικό, σκέφτηκε ο Παρκ. Είχε αφή-
σει την κοπέλα να καθίσει, αλλά την είχε βρίσει. Όταν την είδε
στο μάθημα της λογοτεχνίας εκείνο το μεσημέρι, ένιωσε σαν
να τον καταδίωκε ένα φάντασμα…
«Έλενορ», είπε ο κύριος Στρέσμαν. «Όνομα που δείχνει ι-
σχύ. Το ξέρεις ότι είναι βασιλικό όνομα;»
«Έτσι λένε τη χοντρή Chipette», ψιθύρισε κάποιος πίσω
από τον Παρκ.
Κάποιος άλλος έβαλε τα γέλια.
Ο κύριος Στρέσμαν τής έδειξε ένα άδειο θρανίο μπροστά
μπροστά.
«Σήμερα διαβάζουμε ποίηση, Έλενορ», είπε. «Ντίκινσον.
Θα ήθελες να ξεκινήσεις;»