Page 5 - 84056-ftera

Basic HTML Version

9
Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να τρομάξει τις κοπέ-
λες.
«Περάστε», είπε πάλι, παρόλο που βρίσκονταν ήδη
μέσα στο σπίτι. Σκέφτηκε ότι θα ακουγόταν σαν ξεμωρα-
μένος γέρος που επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια λόγια,
χωρίς κανένα νόημα. Οι άνθρωποι πάντα τον κορόιδευαν.
Τον αποκαλούσαν χαζό, και ίσως να είχαν δίκιο. Ένιωσε
ένα χαμόγελο να απλώνεται άθελά του στο πρόσωπό του
και άκουσε τη φωνή της μητέρας του μέσα του.
Σταμάτα να
χαμογελάς σαν ηλίθιος. Θέλεις να νομίζει ο κόσμος ότι είσαι
ακόμα πιο χαζός απ’ ό,τι είσαι στην πραγματικότητα;
Τα κορίτσια προχώρησαν μέσα στο δωμάτιο χαζογε-
λώντας. Ο Μάγκνους έκλεισε τις πόρτες πίσω τους· την
εξωτερική πόρτα που είχε στραβώσει από τον καιρό και
την εσωτερική που οδηγούσε στα ενδότερα του σπιτιού.
Ήθελε να κρατήσει έξω το κρύο και επίσης φοβόταν ότι οι
κοπέλες θα το έσκαγαν. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως
δύο τόσο όμορφα πλάσματα είχαν εμφανιστεί στο κατώ-
φλι του.
«Καθίστε», τους είπε. Είχε μόνο μία πολυθρόνα, αλλά
τράβηξε από το τραπέζι και δύο καρέκλες που είχε φτιάξει
ο θείος του με ξύλα ξεβρασμένα στην ακτή. «Θα πιούμε
κάτι παρέα για να καλωσορίσουμε τον καινούριο χρόνο.»
Τα κορίτσια χασκογέλασαν πάλι και με αβέβαια βή-
ματα σωριάστηκαν στις καρέκλες. Είχαν χρωματιστές
τούφες στα μαλλιά τους και ρούχα με γουνάκι, βελούδο
και μετάξι. Η ξανθιά φορούσε χαμηλά δερμάτινα μποτά-
κια, τόσο γυαλιστερά που θύμιζαν υγρή πίσσα, με ασημί
κούμπωμα και μικρές αλυσίδες. Ήταν μυτερά μπροστά,
με ψηλά τακούνια. Ο Μάγκνους δεν είχε ξαναδεί τέτοια