Page 13 - 84029-dekapragmata

Basic HTML Version

19
βαμμένα σε μια αφύσικα κόκκινη απόχρωση. Έχει τα μάτια
του πατέρα μας, σκούρα καφετιά, στο χρώμα της κοπριάς. Εγώ
έχω τα μάτια της μητέρας μου, έτσι μου λένε.
Δεν θα κλάψω. Απομακρύνομαι ένα βήμα από την Τίλι. Η
Σι στέκεται κρατώντας ένα άδειο ποτήρι του νερού στο ένα
χέρι. Το δέρμα της είναι κατακόκκινο και πρησμένο κάτω από
το μακιγιάζ της.
«Έπρεπε να πάρεις τηλέφωνο», λέει η Τίλι. «Θα ερχόμουν
να σε πάρω. Έχω εδώ το αυτοκίνητο και είναι κρίμα να παίρ-
νεις ταξί και να σε τρελαίνουν στην πολυλογία.»
«Δεν πειράζει», λέω.
Στεκόμαστε, νιώθουμε άβολα, δεν μιλάμε. Κοιτάζω προς
τις σκάλες.
«Κοιμάται», λέει η Σι και νιώθω το γνωστό κύμα οργής να
με κατακλύζει.
Βρισκόμαστε πολύ κοντά η μία στην άλλη. Δεν είναι στενό
το χολ, αλλά δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.
«Πώς ήταν η πτήση σου;» ρωτάει η Τίλι. «Το έψαξα –έξι χι-
λιάδες εννιακόσια χιλιόμετρα. Δεν είναι απίστευτο;»
Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ απ’ όλα στη Μογγολία ήταν
ο ορίζοντας –πιο πλατύς από κάθε ορίζοντα που έχω δει
·
αχα-
νής γη και αχανής ουρανός. Σπρώχνω την μπροστινή πόρτα
για να κλείσει. Είχα ξεχάσει ότι κολλάει.
«Πρέπει να…» αρχίζει να λέει η Σι.
«Ξέρω.»
Τραβώ την πόρτα προς το μέρος μου, σηκώνω απότομα το
χερούλι προς τα πάνω και την κλείνω με δύναμη.
Η Σι ρίχνει μια ματιά στην τσάντα μου –ένα μικρό μαύρο
σακίδιο– και μετά κοιτάζει πίσω μου.
«Αυτά είναι όλα σου τα πράγματα;»
Μου έρχεται στον νου η εικόνα της αίθουσας αποσκευών
–φώτα φθορισμού, σειρές καρότσια, το γρατζουνισμένο μαύρο
λάστιχο του ιμάντα μεταφοράς. Καθόμουν εκεί και περίμενα